Μια πρόσφατη μελέτη ενίσχυσε τις ήδη υπάρχουσες θεωρίες που λένε πως ο τρόπος που σχετιζόμαστε με την μητέρα μας κατά την παιδική ηλικία επηρεάζει τον τρόπο που θα θα σχετιστούμε με τους συντρόφους μας στην ενήλικη ζωή.
Η θεωρία του δεσμού έρχεται να μας δείξει το πώς ο δεσμός που χτίζουμε με την μητέρα μας κατά τα πρώτα χρόνια της ζωή μας, θα επηρεάσει τον τρόπο που θα σχετιζόμαστε στις ενήλικες σχέσεις μας. Ένα παιδί που χτίζει έναν ασφαλή δεσμό, με μια μητέρα που αφουγκράζεται τις ανάγκες του, αντιλαμβάνεται τις επιθυμίες του και φροντίζει να τις ικανοποιεί παραμένοντας διαθέσιμη, είναι ένα παιδί που σταδιακά εξελίσσεται σε έναν ενήλικα που πιστεύει πως αξίζει την αγάπη και το ενδιαφέρον, συνδέεται συναισθηματικά και αποκαλύπτει τον εαυτό του χωρίς φόβο εγκατάλειψης, έχοντας αποκτήσει ικανότητα να αναπτύσσει υγιείς, σταθερές σχέσεις.
Αντίθετα, ένα παιδί που χτίζει έναν ανασφαλή δεσμό με την μητέρα του, όπου εκείνη δεν είναι συναισθηματικά διαθέσιμη, δεν είναι ευαίσθητη ως προς τις συναισθηματικές ανάγκες του και δεν ανταποκρίνεται σε αυτές, εξελίσσεται σε έναν ανασφαλή ενήλικα, που νιώθει πως δεν αξίζει την αγάπη και το ενδιαφέρον, αποφεύγει τις σχέσεις ή σχετίζεται με φόβο εγκατάλειψης και απόρριψης και δυσκολεύεται να χτίσει μια υγιή, σταθερή σχέση.
Πέρα από την θεωρία του δεσμού όμως, είναι σημαντικό να μείνουμε και στην μαθημένη συμπεριφορά που αποκτούμε ενώ μεγαλώνουμε μέσα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον. Πώς λειτουργεί η μητέρα ως πρότυπο μίμησης; Πώς σχετίζεται με τον σύντροφό της; Είναι συναισθηματικά εκφραστική; Δείχνει νοιάξιμο για εκείνον; Ενσυναίσθηση; Είναι φροντιστική; Και τονίζω εδώ πως παρατηρούμε το ζευγάρι σαν μοντέλο μίμησης και όχι την σχέση γονιού παιδιού μιας και πολλές γυναίκες είναι εξαιρετικά φροντιστικές ως μητέρες και παγερά αδιάφορες συναισθηματικά ως προς τις ανάγκες του συντρόφου τους. Το πώς η μητέρα σχετίζεται στην προσωπική της σχέση ή το πώς βάζει τα όριά της σε μια σχέση που δεν είναι καλή και το πώς φροντίζει τον εαυτό της, αποτελούν πρότυπα μάθησης και μίμησης για τα παιδιά της που ακούσια θα αναπαραστήσουν πολλές από τις συμπεριφορές της στις δικές τους σχέσεις, αφού αυτές διδάχτηκαν.
Κι φυσικά δε θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε και στην αυτόματη τάση μας να αναζητούμε στις σχέσεις μας το γνώριμο, το οικείο. Πολύ συχνά διαπιστώνω στο γραφείο πως χωρίς να το καταλαβαίνουμε επιλέγουμε ανθρώπους που μοιάζουν στους γονείς μας συμπεριφορικά. Αν για παράδειγμα ο γονιός μου υπήρξε ένας γονιός που δεν αφουγκραζόταν τις πραγματικές συναισθηματικές ανάγκες μου και κοιτούσε αποκλειστικά τις επιδόσεις μου, έχω την αυτόματη τάση να αναζητήσω σε έναν σύντροφο μια παρόμοια συμπεριφορά συναισθηματικής απόστασης και επικριτικής στάσης που θα μου είναι γνώριμη, που θα την έχω λανθασμένα συνδέσει με την αγάπη. Η αίσθηση της σχέσης με την μητέρα μας λοιπόν θα επιδράσει στην αναζήτηση του ταιριού μας στην ενήλικη ζωή.
Σαφώς η ψυχολογία δεν αφήνει απ’έξω την σπουδαία επίδραση του πατέρα στο πώς μαθαίνουμε να κάνουμε σχέσεις στην ενήλικη ζωή, αφού κι εκείνος ως βασική φιγούρα στην ζωή του παιδιού του περνά στάσεις, συμπεριφορές και προσδοκίες για τις ανθρώπινες σχέσεις μέσα από την συμπεριφορά προς το παιδί αλλά και προς την μητέρα.
Να πούμε κλείνοντας πως παρατηρούνται κάποια γενικά μοτίβα συμπεριφοράς που προκύπτουν από τον δεσμό του παιδιού με την μητέρα, τα οποία όμως δεν είναι νομοτελειακά. Σαφώς η σχέση με τους γονείς παίζει σημαντικό ρόλο σε μια μετέπειτα ερωτική σχέση, όμως η επιτυχία μας στο να κάνουμε σχέσεις εξαρτάται κυρίως από την αυτογνωσία μας και την επιθυμία μας να εξελισσόμαστε συνεχώς σε έναν καλύτερο εαυτό.