«Όταν δεν μιλάει το στόμα, μιλάει το σώμα», μια φράση που αναδεικνύει την σύνδεση μεταξύ των ψυχοσωματικών παθήσεων και της αδυναμίας μας να εκφράσουμε ανοιχτά τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας αλλά και να διαχειριστούμε αποτελεσματικά το άγχος μας. Ας δούμε μαζί το τι πυροδοτεί μια ψυχοσωματική ασθένεια αλλά και τι μπορούμε να κάνουμε για να την θεραπεύσουμε.
Να πούμε αρχικά πως οι άνθρωποι που νοσούν από ψυχοσωματικές παθήσεις δεν είναι κατά φαντασίαν ασθενείς, όπως συχνά κατηγορούνται. Οι ψυχοσωματικές παθήσεις είναι πραγματικές παθήσεις, και τα άτομα βιώνουν πραγματικό πόνο, δυσφορία και ενοχλήσεις μέσα από αυτές.
Κάποιες από τις πιο συχνές ψυχοσωματικές παθήσεις που οι ειδικοί συναντούμε στην πρακτική μας είναι οι ημικρανίες, η ταχυπαλμία, η δύσπνοια, το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου,το άσθμα, οι κράμπες, σεξουαλικές δυσλειτουργίες αλλά και παθήσεις του δέρματος. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως το δέρμα μας, είναι το όριο μας με τον κόσμο, και συχνά εκφράζει την συναισθηματική μας δυσφορία.
Οι παράγοντες που θα καθορίσουν το αν θα αναπτύξω ένα ψυχοσωματικό νόσημα είναι ο βιολογικός παράγοντας, ο ψυχολογικός παράγοντας –η προσωπικότητά μας παίζει σπουδαίο ρόλο εδώ- αλλά και ο περιβαλλοντικός παράγοντας – οι συνθήκες στις οποίες μεγαλώνουμε αλλά και τα βιώματά μας.
Οι προσωπικότητες που είναι περισσότερο ευάλωτες στα ψυχοσωματικά νοσήματα είναι εκείνες που λειτουργούν περισσότερο με την λογική, αφήνοντας στην άκρη τα συναισθήματα τους, οι τελειοθηρικές προσωπικότητες, οι άνθρωποι που είναι ανυπόμονοι και βιαστικοί, βάζοντας επιπλέον άγχος στην καθημερινότητά τους, οι προσωπικότητες που συμβαδίζουν με τα πρέπει αγνοώντας τα θέλω τους, αλλά και την αυτοφροντίδα τους.
Δουλεύοντας στην ψυχοθεραπεία με ένα ψυχοσωματικό νόσημα, συχνά συναντούμε στο άτομο καταπιεσμένο θυμό, απωθημένα συναισθήματα που κρατάει μέσα του σαν βαρίδια, χρόνιο άγχος που μπορεί να βιώνει σε έναν δυστυχισμένο γάμο ή σε μια μη ικανοποιητική εργασία, μάλιστα αυτό που εξηγούμε στην ψυχοθεραπεία είναι πως το χρόνιο άγχος μας εξαντλεί ψυχικά αλλά εξαντλεί και τις δυνατότητες διαχείρισης.
Τα άτομα που νοσούν από ψυχοσωματικές παθήσεις, σταδιακά δυσλειτουργούν τόσο σε κοινωνικό όσο και σε επαγγελματικό πλαίσιο, ενώ η ψυχοσωματική πάθηση εάν δε δουλευτεί θεραπευτικά, τα γεμίζει με συναισθήματα άγχους, ντροπής, αγωνίας αλλά και αβοηθησίας.
Ένα από τα πρώτα βήματα για να δουλέψουμε ψυχοθεραπευτικά ένα ψυχοσωματικό νόσημα, είναι η διερεύνηση πιθανών τραυμάτων, καταπιεσμένων συναισθημάτων, χρόνιου αλλά και αόρατου άγχους, άγχους που συνειδητά δεν αντιλαμβανόμαστε ενώ είναι σταθερά εκεί και φυσικά δίνουμε ιδιαίτερα έμφαση στο κατά πόσο το άτομο που νοσεί φροντίζει τον εαυτό του,αφού έχουμε δει πως τα ψυχοσωματικά νοσήματα αγαπούν τους ανθρώπους που δεν αγαπούν και δε φροντίζουν αρκετά τον εαυτό τους. Το να βοηθήσουμε το άτομο να εκφραστεί, να βάλει όρια αλλά και να μάθει να διεκδικεί, το να ενθαρύνουμε την αυθεντικότητά του, βλέπουμε πως έχει εξαιρετικά αποτελέσματα στην ανακούφιση του σώματος αλλά και της ψυχής.
Κλείνοντας αξίζει να πούμε πως οι ψυχοσωματικές παθήσεις εμφανίζονται και στα παιδιά, με κυρίαρχες την ανορεξία αλλά και την παχυσαρκία,την αυπνία, τον τραυλισμό, τα παιδικά τικ, τους πονοκεφάλους, την νυχτερινή ενούρηση, τον χρόνιο κοιλιακό πόνο αλλά και τα εκζέματα. Ο γονιός που παρατηρεί αυτά τα συμπτώματα χρειάζεται να σκύψει πάνω από τα συναισθήματα του παιδιού, παρατηρώντας τα δυναμικά της οικογένειας αλλά και του περιβάλλοντος που πιθανόν να το επηρεάζουν, πάντοτε σε συνεργασία με τον παιδίατρο. Άλλωστε οι ψυχοσωματικές παθήσεις προσεγγίζονται ολιστικά, μέσω της ιατρικής αλλά και της ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης.
Ας κρατήσουμε λοιπόν πως όταν τα συναισθήματά μας είναι καταπιεσμένα και στριμωγμένα μέσα μας, αναζητούν διέξοδο από το σώμα, προσβάλλοντας το αδύναμο σημείο μας, εν προκειμένω το πιο ευάλωτο όργανό μας.