Οι λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι απευθύνονται σε έναν ειδικό ψυχικής υγείας προκειμένου να ξεκινήσουν ατομική θεραπεία ποικίλλουν. Τα αιτήματα μπορεί να αφορούν από τη διαχείριση του άγχους, τη βελτίωση της διάθεσης και τη διαχείριση του χρόνου μέχρι τη βελτίωση της αυτοπεποίθησης, των κοινωνικών σχέσεων, την οριοθέτηση, την προσωπική εξέλιξη κ.ά. Ωστόσο το γεγονός ότι κάποιος εκφράζει την επιθυμία να ξεκινήσει το ταξίδι της ψυχοθεραπείας, δεν συνεπάγεται πως το κίνητρο και η δέσμευση σε αυτή θα είναι υψηλά εξ’ αρχής ή ότι θα παραμείνουν σταθερά σε όλη τη διάρκεια της. Πρόκειται για κάτι αρκετά συνηθισμένο αν σκεφτεί κανείς πως στο πλαίσιο της θεραπείας το άτομο με την καθοδήγηση του θεραπευτή ενθαρρύνεται ώστε να εξερευνήσει την προσωπική του ιστορία, να εντοπίσει και να αναγνωρίσει τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς που δεν είναι βοηθητικοί και τελικά να προβεί στις απαραίτητες για εκείνο αλλαγές. Όμως η αλλαγή δεν είναι εύκολη υπόθεση. Τα «γυαλιά» εκείνα μέσα από τα οποία έμαθε να βλέπει τον εαυτό του και τους άλλους και το αίσθημα ασφάλειας που του προσδίδει αυτό που είναι «οικείο», αποτελεί μία πρόκληση που θεραπευτής και θεραπευόμενος καλούνται να διαχειριστούν.
Σύμφωνα με έρευνες οι παράγοντες που σχετίζονται με την πορεία της θεραπείας και το αποτέλεσμα αυτής είναι πολλοί και αφορούν τον θεραπευτή, τον θεραπευόμενο, την μεταξύ τους σχέση αλλά και τις τεχνικές – εργαλεία που χρησιμοποιούνται για τη διαχείριση της εκάστοτε δυσκολίας. Οι σχετικοί με τον θεραπευτή παράγοντες ενδεικτικά μπορεί να σχετίζονται με τις δεξιότητες, την ενσυναίσθηση, την εμπειρία, την επίγνωση των προσωπικών του πεποιθήσεων κ.α ενώ οι σχετικοί με την θεραπευτική σχέση μπορεί να αφορούν την συμφωνία ως προς τους στόχους της θεραπείας, τη διαχείριση των συναισθημάτων και των δυσκολιών που προκύπτουν ανάμεσα στους δύο στην πορεία των συνεδριών κ.α. Στο παρόν άρθρο θα εστιάσουμε στους παράγοντες εκείνους που αφορούν τους θεραπευόμενους. Οι παραποιημένες αντιλήψεις γύρω από την ψυχοθεραπεία π.χ. «Ο θεραπευτής μου θα μου λύσει το πρόβλημα», «μόνο οι αδύναμοι ζητούν βοήθεια», «γιατί να κάνω ψυχοθεραπεία αφού συζητάω με τους φίλους μου αυτά που με απασχολούν», «το να διαβάζω βιβλία αυτοβοήθειας ισοδυναμεί με το να κάνω ψυχοθεραπεία», ο φόβος της αλλαγής και οι επιπτώσεις της στο άτομο και τους γύρω, αποτελούν μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Μιλώντας για την αλλαγή, είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη πως πρόκειται για μία ενεργή διαδικασία και όχι για μία στατική κατάσταση στην οποία κάποιος θα βρεθεί από την μία μέρα στην άλλη. Απαιτείται χρόνος και ενέργεια μιας που στην αφετηρία της διαδικασίας αυτής το άτομο δεν έχει επίγνωση των προβλημάτων και των δυσκολιών του, άρα είναι και απρόθυμο να προβεί σε οποιαδήποτε αλλαγή. Όταν πλέον δεν είναι σε θέση να αγνοήσει το πρόβλημα, ξεκινά να σκέφτεται τρόπους διαχείρισης, «ζυγίζει» τα θετικά και τα αρνητικά της εκάστοτε προβληματικής συμπεριφοράς, σκέφτεται πιθανούς τρόπους διαχείρισης ( όπως π.χ. η έναρξη θεραπείας) όμως δεν είναι ακόμη έτοιμο να δεσμευτεί στη δράση. Στην συνέχεια εφόσον μία δυσκολία εξακολουθεί να υπάρχει επηρεάζοντας αρνητικά τον ίδιο, τις διαπροσωπικές του σχέσεις, την επαγγελματική του πορεία κλπ, προετοιμάζεται άμεσα για να προβεί σε αλλαγή έχοντας συγκεκριμένο σχέδιο δράσης. Στο στάδιο λοιπόν της δράσης, ξεκινούν έμπρακτα οι αλλαγές, με την εφαρμογή του παραπάνω σχεδίου. Εδώ οι αλλαγές μπορεί να είναι ορατές και στον περίγυρο με αποτέλεσμα να εισπράττει αναγνώριση και επιβράβευση από το περιβάλλον, κάτι που συμβάλλει θετικά στο να συνεχίσει την προσπάθεια του. Το τελευταίο στάδιο αφορά την συντήρηση των αλλαγών που επιτεύχθηκαν, μίας που χρειάζεται χρόνος μέχρι αυτές να παγιωθούν.
Συνήθως η πορεία δεν είναι ευθύγραμμη και οι άνθρωποι «ανακυκλώνουν» τα στάδια αυτά μέχρι να φτάσουν τελικά τους στόχους τους πετυχαίνοντας την επιθυμητή αλλαγή. Ο φόβος των συνεπειών, η απογοήτευση από την ενδεχόμενη αποτυχία, η αντίδραση του περίγυρου στην αλλαγή, η αναποφασιστικότητα, η απαισιοδοξία και πολλοί άλλοι λόγοι, πιθανόν συμβάλλουν στην μείωση του κινήτρου του θεραπευόμενου επιβραδύνοντας την αλλαγή. Ωστόσο κάθε περίοδος «στασιμότητας» και κάθε «πισωγύρισμα» δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα «ολίσθημα». Η συνειδητοποίηση, η αυτεπίγνωση, η εκμάθηση νέων τρόπων διαχείρισης των δυσκολιών, αποτελούν πολύτιμα εργαλεία που αποκομίζει κανείς κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας και τα οποία τον ενδυναμώνουν ώστε να διαχειριστεί πιο αποτελεσματικά τα εμπόδια που προκύπτουν.
Ο χρόνος που θα αφιερώσει κανείς στην ψυχοθεραπεία είναι προσωπική υπόθεση και συνδέεται άμεσα με τις ανάγκες και του στόχους του. Η υποχώρηση κάποιων συμπτωμάτων που μπορεί να οδήγησαν στην αναζήτηση βοήθειας (π.χ. κρίσεις πανικού) αναμένεται να συμβεί σε πιο σύντομο χρόνο από την τροποποίηση των μοτίβων σκέψης και συμπεριφοράς που για το άτομο αποτελούν συνήθεια.
Συνεπώς, η συνειδητοποίηση πως η θεραπεία χρειάζεται χρόνο για να λειτουργήσει και η επιστροφή σε προγενέστερα στάδια της αλλαγής αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας, αφενός μπορεί να καταστήσει πιο ρεαλιστικές τις προσδοκίες των θεραπευόμενων και αφετέρου να καλλιεργήσει μία περισσότερο συμπονετική στάση απέναντι στον εαυτό. Στον εαυτό που βρήκε το θάρρος να «εκτεθεί», να βγει από τη ζώνη ασφαλείας του, να ζητήσει τη βοήθεια που είχε ανάγκη, βαδίζοντας σε ένα άγνωστο αλλά συγχρόνως γεμάτο νέα μαθήματα μονοπάτι.
Επιμέλεια κειμένου:
Φρόσω Φωτεινάκη
Συμβουλευτική Ψυχολόγος, M.Sc.
Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια
Συγγραφή κειμένου:
Κασσιανή Μουσά
Ψυχολόγος (MSc)
Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Ψυχοθεραπεύτρια (Εκπ.)
Βιβλιογραφία
Krebs, P., Norcross, J. C., Nicholson, J. M., & Prochaska, J. O. (2018). Stages of change and psychotherapy outcomes: A review and meta‐analysis. Journal of clinical psychology, 74(11), 1964-1979.
Wright, J. H., & Davis, D. (1994). The therapeutic relationship in cognitive-behavioral therapy: Patient perceptions and therapist responses. Cognitive and behavioral practice, 1(1), 25-45.