Μέσα στο θεραπευτικό ταξίδι, ανακύπτουν πολλές φορές ποικίλα ερωτήματα όσον αφορά στα μυστικά:
Τι είναι τελικά μυστικό; Είναι κακό να το κρατήσω μυστικό; Πρέπει να κρατάμε κάποιες πληροφορίες μόνο για μας και να μην τις κοινοποιούμε σε άλλους ή να τις μοιραζόμαστε όλες με τους σημαντικούς ανθρώπους τη ζωή μας; Πρέπει να είμαστε ένα «ανοιχτό βιβλίο» ή να διατηρούμε κάποια στοιχεία στη σφαίρα του ιδιωτικού; Είναι τελικά προστατευτικά τα μυστικά ή δημιουργούν προβλήματα στις σχέσεις; Υπάρχει αυτό που λέμε «αντικειμενικό» μυστικό για όλους; Υπάρχουν καλά και κακά μυστικά;
Σύμφωνα με τον Τισσερόν, υπάρχουν εκείνα τα μυστικά που είναι πολύτιμα και μας προστατεύουν και εκείνα τα Μυστικά που είναι «επικίνδυνα», εγκλωβίζουν και οι επιπτώσεις τους μπορεί να εντοπιστούν και στις επόμενες γενιές μέσω μιας υπεργενεακής ψυχικής μετάδοσης. Πώς άραγε να μπορούμε να κάνουμε αυτή τη διάκριση; Πότε μιλάμε λοιπόν για προστασία και πότε για εγκλωβισμό;
Η διάκριση δεν είναι εύκολη. Δεν υπάρχει ένα «αντικειμενικό» μυστικό αλλά η ποιότητά του εξαρτάται κάθε φορά από τις εκάστοτε περιστάσεις. Τα μυστικά δεν είναι από μόνα τους ούτε καλά ούτε κακά. Είναι σημαντικό λοιπόν να γνωρίζουμε γιατί καταφεύγουμε σε ένα μυστικό; Ποιον εξυπηρετεί αυτό το μυστικό; Ποια είναι η λειτουργία του τόσο για εμάς όσο και για το περιβάλλον μας;
Από τη μια πλευρά, οι άνθρωποι διατηρούμε μυστικά στα πλαίσια της ιδιωτικότητάς μας και της αυτοπροστασίας μας. Πρόκειται για πληροφορίες για τη ζωή μας, προσωπική, ερωτική που δε χρειάζεται να κοινοποιήσουμε καθώς δεν αφορούν και δεν επηρεάζουν τους άλλους. Αυτά τα μυστικά προστατεύουν τον άνθρωπο και του εξασφαλίζουν την ελευθερία να επιλέγει τι θα μοιραστεί και τι όχι στις διαπροσωπικές του σχέσεις. Από την άλλη, οι άνθρωποι διατηρούμε Μυστικά από φόβο να τα επικοινωνήσουμε γιατί το μοίρασμα είναι «επικίνδυνο» και πολύ οδυνηρό. Ποιο μυστικό είναι «επικίνδυνο»; Πότε το μυστικό γίνεται Μυστικό, με κεφαλαίο «Μ»;
Μυστικό λοιπόν είναι κάτι απαγορευμένο που συνδέεται με φόβο και πόνο. Είναι αυτό το γεγονός που απαγορεύεται να ειπωθεί αλλά ακόμα και να σκεφτούμε την ύπαρξή του και να υποψιαστούμε ότι υφίσταται. Πρόκειται για ένα τραυματικό βίωμα αλλά μπορεί να είναι και ένα γεγονός χαράς που η ύπαρξή του πρέπει να παραμείνει μυστική και να μην επιτραπεί καμία αναφορά σε αυτό ούτε σε επίπεδο φαντασίας. Πρέπει να παραμείνει «ανείπωτο» και απαγορευμένο προκειμένου να διασφαλιστεί η ψυχική λειτουργία τόσο του ανθρώπου που το βίωσε όσο και του ευρύτερου συστήματος. Ποια γεγονότα λοιπόν μπορεί να κρατηρούν ως Μυστικά;
Πρόκειται κυρίως για πληροφορίες που αφορούν γεγονότα ζωής που βιώθηκαν τις περισσότερες φορές με τραυματικό τρόπο είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο. Τα Μυστικά μπορεί να αφορούν την προσωπική ιστορία του ανθρώπου, μια γέννηση εκτός γάμου, έναν ξαφνικό θάνατο, μια αυτοκτονία, την καταγωγή ή προέλευση, μια διαφορετική σεξουαλική επιλογή αλλά και γεγονότα που αφορούν τη συλλογική μνήμη όπως τον χειρισμό καταστροφών από την ευρύτερη κοινωνία. Εκτός από τραυματικά γεγονότα, ένα Μυστικό μπορεί να αφορά και ένα γεγονός που συνδέεται με χαρά, η οποία απαγορεύεται μοιραστεί γιατί μπορεί να θέσει το άτομο σε κίνδυνο όπως ένα μεγάλο χρηματικό ποσό που κερδίθηκε σε κάποιο τυχερό παιχνίδι.
Αυτά τα Μυστικά λοιπόν που απαγορεύεται να ονοματιστούν και να γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας, βασανίζουν και εγκλωβίζουν τους ανθρώπους. Ο εγκλωβισμός δεν αφορά μόνο τον φορέα του Μυστικού που κρατά το γεγονός «ανείπωτο» αλλά και τις επόμενες γενιές. Ένα Μυστικό μπορεί να εγκλωβίσει μέχρι και τρεις γενιές καθώς οι επόμενες γενιές απαγορεύεται να μάθουν, να ρωτήσουν ούτε κάναν να φανταστούν την ύπαρξη κάποιου Μυστικού. Τα παιδιά του φορέα του Μυστικού (η δεύτερη γενιά) διαισθάνονται την ύπαρξη κάποιου Μυστικού αλλά απαγορεύεται να ρωτήσουν άρα και να αναπαραστήσουν αυτή την πληροφορία. Το γεγονός παραμένει ακατανόμαστο ενώ υποψιάζονται την ύπαρξή του και προσπαθούν να κατανοήσουν χωρίς να επιτρέπεται να θέσουν ερωτήσεις. Για την τρίτη γενιά το γεγονός είναι αδιανόητο, αγνοούν την ύπαρξη του μυστικού αλλά παρατηρούν συμπεριφορές που ζορίζουν και είναι ανεξήγητες.
Το Μυστικό που δεν μπορεί να ονοματιστεί και να γίνει αντικείμενο επεξεργασίας, δεν μπορεί και να «δαμαστεί». Οι επιπτώσεις του αφορούν όλες τις γενιές που συνδέονται με αυτό. Η αδυναμία επεξεργασίας και αναπαράστασης του γεγονότος οδηγεί τον φορέα του Μυστικού στον διχασμό, ανάμεσα στην επιθυμία να μιλήσει και στην οδύνη του μοιράσματος. Δημιουργείται μια πληγή στην ψυχική λειτουργία του ατόμου που αναπάσα στιγμή, με μια μικρή αφορμή μπορεί να «πυορροεί» και να επανεμφανίζεται. Όσο το άτομο προσπαθεί να απωθήσει τη μνήμη του γεγονότος, τόσο εκείνη επανέρχεται σε κάθε ευκαιρία, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Τισσερόν «εφυγραίνεται». Τότε, τα ψυχικά «φαντάσματα» βγαίνουν από την κρύπτη τους και μεταπηδούν στην επόμενη γενιά. Το παιδί παρατηρεί την περίεργη συμπεριφορά του γονέα, μια αλλαγή στην έκφραση του προσώπου, μια ακατανόητη λέξη, μια ξαφνική σωματική αντίδραση που δεν κατανοεί αλλά και που δεν μπορεί να ρωτήσει. Το σώμα είναι εκείνο που δίνει τη δυνατότητα στο «ανείπωτο» να εκφραστεί. Ό, τι δεν ορίζεται με λόγια, μπορεί να εκφραστεί μέσω χειρονομιών, εκφράσεων προσώπου, αλλαγή τόνου φωνής, ξαφνικές αλλαγές που προδίδουν την ύπαρξη κάποιου Μυστικού. Το παιδί υποψιάζεται ότι υπάρχει κάποιο Μυστικό αλλά δεν μπορεί να ξέρει ποιο είναι το περιεχόμενό του.
Τα παιδιά τότε μπορεί να βιώσουν ενοχή και ντροπή στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν. Συναισθήματα που μπορεί να αφορούν τον γονέα και το παιδί εσωτερικεύει ή να αφορούν το ίδιο το παιδί. Ενοχή γιατί θεώρησε ότι εκείνο φταίει για τη συμπεριφορά του γονέα και ντροπή γιατί τόλμησε να σκεφτεί ότι ο γονέας του κρατάει κάτι μυστικό ή το θεωρεί το ίδιο ανάξιο να το μοιραστεί. Τα παιδιά κι εκείνα με τη σειρά τους οδηγούνται στον διχασμό καθώς προσπαθούν να μάθουν και να αναπαραστήσουν όσα αποσιωπήθηκαν. Διχάζονται ανάμεσα στην επιθυμία να κατανοήσουν και στον φόβο μήπως ζορίσουν τον γονέα και του δημιουργήσουν πόνο. Είναι πολύ πιθανό καθώς προσπαθούν να επεξεργαστούν να εμφανίσουν σωματικά συμπτώματα, πόνους, άγχος, φοβίες.
Η αποκάλυψη του Μυστικού αποσταθεροποεί. Ο φόβος μπροστά στην αποσταθεροποίηση, στην ανισορροπία της ψυχικής λειτουργίας ακινητοποιεί και εμποδίζει την επεξεργασία του βιώματος και την ενσωμάτωσή της στην αναπαράσταση του ατόμου και της οικογένειάς του. Ο φορέας του Μυστικού αδυνατεί να συμβολοποιήσει την εμπειρία, η οποία κρύβεται και επανέρχεται κάθε φορά στο παρόν επιβάλλοντας την παρουσία της με το ίδιο συγκινησιακό φορτίο. Το άτομο δεν μπορεί να αποστασιοποιηθεί από αυτή και οδηγείται σε σύγχυση. Το παρελθόν συγχέεται με το παρόν επαναβιώνοντας την ίδια εμπειρία. Οι επόμενες γενιές μαθαίνουν να λειτουργούν με τον ίδιο διχασμό χωρίς να γνωρίζουν την αιτία. Λειτουργούν μέσω της σχάσης, αναζητώντας να ανακαλύψουν τι συμβαίνει και να κάνουν παράλληλα σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Βιβλιογραφία
Tisseron, S. (2014). Οικογενειακά Μυστικά. Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα
Επιμέλεια άρθρου:
Φρόσω Φωτεινάκη
Συμβουλευτική Ψυχολόγος & Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια
Συγγραφή άρθρου:
Άννα Πανοπούλου
Ψυχολόγος και Ψυχοθεραπεύτρια Συστημικής και Υπαρξιακής Κατεύθυνσης