Η λέξη άγχος δηλώνει πνιγμό, στενότητα, στενά όρια ψυχικό σφίξιμο και αγωνία. Το άγχος αποτελεί μια απόλυτα φυσιολογική και αναγκαία αντίδραση του οργανισμού απέναντι σε δύσκολες, απειλητικές ή καινούριες καταστάσεις και συμβάλλει στην επιβίωση και στην ομαλή προσαρμογή του ατόμου στο φυσικό του περιβάλλον. Το άγχος εκδηλώνεται από τη βρεφική ηλικία και συνοδεύει το άτομο σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Συνήθως εκφράζεται μέσα από τον φόβο, την ανησυχία, τον εκνευρισμό, την ευερεθιστότητα και την αναστάτωση.
Το άγχος διαχωρίζεται σε δύο κατηγορίες, το ρεαλιστικό και το συμπτωματικό. Ρεαλιστικό ονομάζεται εκείνο που αναπτύσσεται σε συνθήκες κρίσης με στόχο την προστασία του ατόμου από κινδύνους ή την υγιή προσαρμογή του σε νέες περιβαλλοντικές καταστάσεις. Παράλληλα, το ρεαλιστικό άγχος αποτελεί ζωοποιό δύναμη δημιουργίας που κινητοποιεί τα άτομα προς την επίτευξη στόχων. Από την άλλη πλευρά, το συμπτωματικό άγχος είναι δυσανάλογο με το αναφερόμενο πρόβλημα και επηρεάζει σημαντικά τη ζωή και την καθημερινότητα. Επιπλέον, συνοδεύεται από σωματικά συμπτώματα άγχους σε μεγάλες δόσεις για σημαντικό χρονικό διάστημα παρεμποδίζοντας τη συνολική λειτουργικότητα και την ευημερία του ατόμου.
Εμβαθύνοντας, το άγχος στα παιδιά αποτελεί ένα συχνό φαινόμενο που εκφράζεται μέσα από την πληθώρα συμπτωμάτων όπως:
- η αυξημένη προσκόλληση στα πρόσωπα αναφοράς,
- η παλινδρόμηση σε συμπεριφορές που έχουν κατακτηθεί σε προηγούμενα στάδια (ατυχήματα με πάνα, πιπίλισμα δαχτύλων),
- οι αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες και τον ύπνο,
- η ευερεθιστότητα,
- η επιθετικότητα,
- η υπερκινητικότητα,
- η διαρκής ανησυχία και η εκδήλωση φόβων,
- το συχνό κλάμα και η ευαλωτότητα,
- η μειωμένη συγκέντρωση,
- η απόσυρση,
- η αποφυγή,
- η αυξημένη ανάγκη για προσοχή και φροντίδα και
- τα σωματικά ενοχλήματα (πονοκέφαλος, πονόκοιλος, ερεθισμοί στο δέρμα, ταχυπαλμία).
Τα άγχη των παιδιών είναι φυσιολογικά και συχνά αποτελούν ενδείξεις πως οι βασικές τους ανάγκες για ασφάλεια, προστασία, υποστήριξη, φροντίδα, αναγνώριση και αποδοχή έχουν διαταραχθεί.
Παρακάτω παρουσιάζονται διάφορες εκδηλώσεις του παιδικού άγχους.
Άγχος αποχωρισμού: πρόκειται για το άγχος που βιώνει ένα παιδί όταν αποχωρίζεται τους φροντιστές του ή απομακρύνεται από αυτούς. Το άγχος αποχωρισμού αποτελεί ένα φυσιολογικό αναπτυξιακό στάδιο στην υγιή ανάπτυξη του παιδιού. Εμφανίζεται συνήθως στους 8 μήνες ζωής και μπορεί να διαρκεί έως τα 2,5 έτη (κάποιες φορές φτάνει και έως τα 4 έτη). Εκδηλώνεται από απλή απροθυμία, ανησυχία έως πραγματικό ψυχικό πόνο με σωματικά συμπτώματα και έντονη αγωνία. Τα παιδιά εμφανίζουν άγχος αποχωρισμού γιατί φοβούνται την εγκατάλειψη, την απώλεια της φροντίδας, της ασφάλειας και της προστασίας που προσφέρουν τα πρόσωπα αναφοράς. Παράλληλα, το άγχος αποχωρισμού συνδέεται με σκέψεις του παιδιού πως το ίδιο ή οι γονείς του θα πάθουν κάτι ή θα το ξεχάσουν και θα μείνει μόνο.
Σχολική φοβία: πρόκειται για έντονο άγχος και φόβο που εκδηλώνει το παιδί για το σχολείο. Μπορεί να εμφανιστεί στην έναρξη της σχολικής ζωής, στις μεταβάσεις από τη μία βαθμίδα στην άλλη (πρωτοβάθμια σε δευτεροβάθμια εκπαίδευση) ή να προκύψει ως συνέπεια μιας τραυματικής εμπειρίας που σχετίζεται με το σχολικό περιβάλλον. Η σχολική φοβία αντικατοπτρίζει μια δυσκολία του παιδιού για κάτι ή μια βαθύτερη ανάγκη του που έχει περιοριστεί. Για παράδειγμα, μπορεί να αντανακλά μια γενικότερη δυσκολία του παιδιού στις μεταβάσεις και στην προσαρμογή από ένα οικείο και ασφαλές περιβάλλον σε ένα άγνωστο και καινούριο. Μια ανησυχία του να αποχωριστεί τους γονείς με τον φόβο πως θα πάθουν κάτι ή πως θα το αφήσουν για πάντα εκεί. Παράλληλα, μπορεί να καθρεφτίζει την αγωνία του ίδιου του γονιού να αποχωριστεί το παιδί, βιώνοντας το σχολείο ως ένα ανασφαλές και απειλητικό περιβάλλον για όλη την οικογένεια. Ένα αίσθημα πως το παιδί αποκλείεται από την οικογενειακή φωλιά όταν στο σπίτι μένουν πίσω οι φροντιστές με μικρότερα αδέρφια. Ένα φόβο για κάποιον συμμαθητή, εκπαιδευτικό ή άλλο πρόσωπο από το περιβάλλον του σχολείου που μπορεί να το παρενοχλεί. Τέλος, η σχολική φοβία μπορεί να σχετίζεται με ένα φόβο αποτυχίας ως προς τα μαθησιακά καθήκοντα και τις υποχρεώσεις.
Κοινωνικό άγχος: πρόκειται για έντονο άγχος, συναισθηματική δυσφορία και φόβο που βιώνει ένα παιδί σε κοινωνικές καταστάσεις, συναναστροφές και γενικά σε καταστάσεις επιδόσεων και αξιολόγησης. Εμφανίζεται περίπου στα μέσα του δημοτικού σχολείου και συνδέεται με αρνητικές σκέψεις των παιδιών γύρω από την προσωπική αξία, την επάρκεια και την ικανότητά τους. Τα παιδιά με κοινωνικό άγχος αισθάνονται ανεπαρκή και φοβούνται πως δεν θα τα καταφέρουν σε καταστάσεις επιδόσεων. Η κοινωνική φοβία συνοδεύεται με έντονη ντροπή πως οι άλλοι θα καταλάβουν τον φόβο τους, θα τα θεωρήσουν «αδύναμα», «ευάλωτα» και θα τα κοροϊδέψουν.
Ειδικές φοβίες: πρόκειται για έντονο άγχος και φόβο που βιώνουν τα παιδιά για ζώα, αντικείμενα και καταστάσεις που ένας παρατηρητής δεν αξιολογεί ως απειλητικά πχ. ενέσεις, καταιγίδες, τούνελ, νερό κλπ.
Φόβος απόρριψης από τους γονείς: πρόκειται για έντονο φόβο ή άγχος που βιώνουν τα παιδιά και σχετίζεται άμεσα με τη στάση των γονέων και το στιλ διαπαιδαγώγησης. Το μικρό παιδί αντιλαμβάνεται ποιο είναι μέσα από τα μάτια των γονιών, έτσι η δική τους γνώμη για εκείνο καθίσταται εξαιρετικά σημαντική καθώς θα καθορίσει τη μετέπειτα εικόνα του για τον εαυτό. Αν ο γονιός αναγνωρίζει το παιδί μόνο όταν συμπεριφέρεται όπως αναμένει, το παιδί παίρνει ένα μήνυμα πως δεν χωρά ολόκληρο στις σχέσεις και χρειάζεται να στριμώχνεται για να το αγαπούν.
Ολοκληρώνοντας, είναι σημαντικό για τους γονείς/ φροντιστές να θυμούνται πως το άγχος γεννά αυτό που φοβάται, δηλαδή επιπλέον άγχος. Για το λόγο αυτό τα παιδιά που το βιώνουν επιθυμούν διακαώς να απαλλαγούν από τα έντονα συναισθήματα και τις σκέψεις που το συνοδεύουν. Εντούτοις, η επιθυμία τους για γρήγορη απαλλαγή συμβάλλει στη διατήρηση αν όχι στην ενίσχυση του άγχους και του πανικού. Ταυτόχρονα, ένας αγχωμένος γονέας επιβαρύνει ακόμα περισσότερο την όλη κατάσταση. Συνεπώς, αυτό που πραγματικά χρειάζεται είναι οι φροντιστές να μπορούν να δώσουν χώρο και χρόνο στα παιδιά να αναγνωρίσουν αυτά που τα πιέζουν και να εκφραστούν. Έπειτα, να τους δείξουν εμπιστοσύνη, πως μπορούν μόνα ή και με τη δική τους υποστήριξη όπου είναι αναγκαίο, να βρίσκουν τρόπους να ανακουφίζουν τον εαυτό και να διαχειρίζονται τις καταστάσεις. Επίσης, καθοριστικό ρόλο παίζει να τα μάθουν να μην μπαίνουν σε αποφυγές, δηλαδή σε όσα το άγχος τα καλεί να αποφύγουν, στηρίζοντας τα παιδιά να εμπλέκονται σε καταστάσεις που φαντάζουν απειλητικές με σκοπό να καταγραφούν νέες εμπειρίες λιγότερο τρομακτικές. Γονείς και παιδιά καλούνται να επιτρέπουν στον εαυτό να κάνει λάθη, να τον συγχωρούν και να τον παρηγορούν όταν δεν τα καταφέρνει όπως αναμένουν και με την πρώτη φόρα. Τέλος να αξιοποιούν το άγχος ως ένα μήνυμα να κατεβάσουν λίγο ταχύτητα, να πάρουν μια βαθιά ανάσα και να φροντίσουν εκείνα, τον πολύτιμο εαυτό.
Επιμέλεια άρθρου:
Φρόσω Φωτεινάκη
Συμβουλευτική Ψυχολόγος & Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια
Συγγραφή άρθρου:
Ελένη Πρωτόπαπα
Ψυχολόγος & Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια