Το πρώτο βήμα για να μπορέσουν οι γονείς να στηρίξουν το παιδί στο θυμό του είναι να έρθουν οι ίδιοι σε επαφή με τον δικό τους θυμό, καθώς το πώς στέκονται στα συναισθήματα του παιδιού έχει να κάνει με το πώς στέκονται στα δικά τους συναισθήματα. Με άλλα λόγια, για να καταφέρουν να αφουγκραστούν και να χωρέσουν τον θυμό του παιδιού πρέπει αρχικά να συνδεθούν με το δικό τους συναίσθημα του θυμού, να παρατηρήσουν πρώτα πρώτα αν το επιτρέπουν στον εαυτό και έπειτα τι τους πυροδοτεί, πώς εκφράζουν και πώς διαχειρίζονται τον θυμό τους, τα νοήματα που του δίνουν, τα πληγώματα που τους έχει αφήσει, το θυμωμένο εσωτερικό τους παιδί και τη δική τους ιστορία μεγαλώματος.
Το επόμενο βήμα έχει να κάνει με την αποδοχή τους ότι ως γονείς δεν είναι παντοδύναμοι και ότι δεν θα τα καταφέρνουν πάντα όπως αναμένουν. Αυτό που χρειάζεται να δουλεύουν ξανά και ξανά είναι τη στάση τους απέναντι στον εαυτό όταν τα πράγματα ζορίζουν, όταν έρχονται αντιμέτωποι με επώδυνες καταστάσεις και δυσφορικά συναισθήματα. Επιλέγουν να είναι δίπλα τους ή απέναντί τους; Επιλέγουν τη γλώσσα της συμπόνοιας ή της κριτικής; Φυσικά, όλα αρχίζουν και τελειώνουν από τους ενήλικες, συνεπώς το πώς σχετίζονται με τον εαυτό τους αντανακλά και το πώς σχετίζονται με το παιδί τους.
Ένα άλλο σπουδαίο κομμάτι είναι η αυτοφροντίδα των γονιών. Πόσο προσέχουν τον εαυτό, πόσο τον συμπονούν, πόσο τον βοηθούν για να ανταπεξέρχεται σε δύσκολες καταστάσεις, πόσο του χαρίζουν ένα διάλειμμα και πόσο του συγχωρούν «ατοπήματα» και παραλείψεις. Ένας αποδυναμωμένος γονέας, μόνος, φορτωμένος από τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα της καθημερινότητας πυροδοτείται πολύ πιο εύκολα από τον θυμό του παιδιού και βιώνει ιδιαίτερα επώδυνα συναισθήματα για τον ίδιο, για το παιδί και για τη σχέση.
Γίνετε με τη συμπεριφορά σας πρότυπο για τη διαχείριση θυμού του παιδιού. Ό,τι και να λέτε με λόγια, αυτό που τελικά μένει στο παιδί είναι το πώς εσείς συμπεριφέρεστε. Για παράδειγμα αν θυμωμένοι του λέτε φωνάζοντας: «Μπορείς να θυμώνεις, αλλά δεν μπορείς να φωνάζεις», το μήνυμα που του στέλνετε εκείνη τη στιγμή είναι ότι όποιος φωνάζει σε αυτό το σπίτι, ακούγεται και του μαθαίνετε να χρησιμοποιεί την φωνή του για να επιβάλλεται. Είναι ζωτικής σημασίας, στον θυμό του παιδιού, να παραμένετε ψύχραιμοι και αν αυτό δεν μπορείτε να το επιτύχετε εκείνη τη στιγμή, να είστε συμπονετικοί μαζί σας και να σας προσφέρετε χώρο και χρόνο λέγοντας στο παιδί: «Χρειάζομαι λίγο χρόνο για να ηρεμήσω και θα επανέλθω για να δούμε μαζί τι μπορεί να γίνει». Στη διαχείριση θυμού μπορείτε να δοκιμάσετε όλα τα εργαλεία που σας ηρεμούν και σας χαλαρώνουν με μη κλιμακούμενο και μη επιθετικό τρόπο.
Προστατέψτε τον εαυτό από τη γνώμη των άλλων, τα επικριτικά βλέμματα και φωνές, την αγωνία σας για το τι γονείς θα σκέφτονται πως είστε ή τι «κακομαθημένο, χειριστικό» παιδί έχετε, όταν βλέπουν το παιδί σας στο μαγαζί να χτυπιέται γιατί δεν του αγοράζετε αυτό που επιθυμεί. Ο φόβος για την κριτική των άλλων απομακρύνει τους γονείς από τη σχέση τους με το παιδί και τους δυσκολεύει στο να σκεφτούν και να δράσουν με έναν τρόπο που να είναι βοηθητικός ως προς τη διαχείριση της κατάστασης.
Ακούστε ενεργητικά το παιδί, μείνετε απόλυτα παρόντες σε αυτό που συμβαίνει, τη στιγμή που συμβαίνει. Βοηθήστε το να καταλάβει αυτό που βιώνει, να αναδείξει και να δώσει χώρο στο συναίσθημα που βρίσκεται κάτω από τον θυμό του, να το εκφράσει και να σκεφτεί τρόπους να διαχειριστεί αυτό που το προβληματίζει, αυτό που το έφερε σε αυτή την κατάσταση. Είναι σημαντικό όχι μόνο να ακούτε τα παιδιά, αλλά και να τα ρωτάτε τι σκέφτονται και τι προτείνουν στο κομμάτι της επίλυσης προβλημάτων. Έτσι, δουλεύονται τα αποθέματα, οι κοινωνικές και οι συναισθηματικές δεξιότητες του παιδιού, αποφεύγοντας να δίνετε εσείς έτοιμες λύσεις προκειμένου να το απαλλάξετε γρήγορα από την ένταση που αισθάνεται.
Δείξτε ενσυναίθηση, δηλαδή προσπαθήστε να μπείτε στα παπούτσια του παιδιού, δείτε αυτό που συμβαίνει μέσα από τα δικά του ματιά. Συνδεθείτε μαζί του, αποδεχτείτε το συναίσθημά του και προτείνετε, αν χρειαστεί, κάτι που πραγματικά ταιριάζει σε εκείνο και σε αυτό που συμβαίνει τη δεδομένη στιγμή και όχι κάτι που εσείς σαν ενήλικες θα κάνατε ή που είναι αποδεκτό στον κόσμο. Σε κάθε περίπτωση αποφύγετε την κριτική ή την υποτίμηση της κατάστασης.
Αναγνωρίστε κάθε φορά τον θυμό σαν ένα φυσιολογικό συναίσθημα, αλλά οριοθετήστε τη συμπεριφορά του παιδιού όταν ξεφεύγει στέλνοντάς του το μήνυμα: «Μπορείς να θυμώνεις, αλλά δεν μπορείς να φωνάζεις/βρίζεις/ χτυπάς. Είμαι εδώ δίπλα σου, να βρούμε μαζί άλλους τρόπους που θα σε βοηθούν να ηρεμείς χωρίς να πληγώνεις τον εαυτό σου και τους άλλους».
Αποφύγετε οποιαδήποτε σύγκριση του παιδιού με άλλους και αναδείξτε τη μοναδικότητα της ιδιοσυγκρασίας του. Ο καθένας έχει τον δικό του μοναδικό τρόπο να βιώνει τον θυμό, να τον εκφράζει και να τον διαχειρίζεται και χρειάζεται να δώσει χώρο και χρόνο στον εαυτό του να συνδεθεί με το συναίσθημα αυτό και να εντοπίσει τι τον βοηθά να ηρεμεί.
Ενεργοποιήσετε τα δικά σας υποστηρικτικά δίκτυα, εκφραστείτε, μοιραστείτε, και να έχετε στο μυαλό πως δεν είστε μόνοι. Όλοι οι γονείς βιώνουν παρόμοιες καταστάσεις.
Ολοκληρώνοντας, είναι σημαντικό να επισημανθεί πως αυτό που δυσκολεύει περισσότερο τις σχέσεις γονέων-παιδιών δεν είναι ο θυμός, αλλά η σημασία και τα νοήματα που δίνουμε σε αυτόν. Εάν οι ενήλικες καταφέρουν να δημιουργήσουν μια διαφορετική αφήγηση, ερμηνεία, αξιολόγηση και στάση απέναντι στον παιδικό θυμό, τότε ίσως τα παιδιά αποκτήσουν μεγαλώνοντας ένα πιο ανεκτό φορτίο ψυχικού πόνου.
Επιμέλεια άρθρου:
Φρόσω Φωτεινάκη
Συμβουλευτική Ψυχολόγος & Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια
Συγγραφή άρθρου:
Ελένη Πρωτόπαπα
Ψυχολόγος & Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια
Βιβλιογραφία:
- Marcoli A. (2001). Ο θυμός των παιδιών. Παραμύθια για την κατανόηση της παιδικής συμπεριφοράς. Μετάφραση – Επιμέλεια: Μελετιάδης Μ. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.