Aδιαμφισβήτητα η άσκηση του γονεϊκού ρόλου συνοδεύεται από πλήθος προκλήσεων και δυσκολιών. Οι γονείς σε καθημερινή βάση καλούνται να διαχειριστούν ζητήματα που προκύπτουν και αφορούν την συμπεριφορά των παιδιών αλλά και την μεταξύ τους σχέση. Η αίσθηση αυτεπάρκειας (πεποίθηση του γονέα αναφορικά με την ικανότητα του να ανταποκριθεί επαρκώς στον ρόλο του), η γονεϊκή ικανοποίηση (αίσθημα ευχαρίστησης από την ολοκλήρωση καθηκόντων σχετικών με την φροντίδα του παιδιού) αλλά και το γονεϊκό στρες (αφορά τις απαιτήσεις του ρόλου) έχει βρεθεί ότι επηρεάζουν την συμπεριφορά τους και κατ’ επέκταση την σχέση με το παιδί.
Η «γονεϊκή συμπεριφορά» αποτελεί μία έννοια «ομπρέλα» που περιλαμβάνει όλες τις διαδικασίες και τις στρατηγικές που υιοθετούνται με απώτερο σκοπό την προαγωγή της ομαλής ψυχοσυναισθηματικής και κοινωνικής ανάπτυξης του παιδιού από την βρεφική έως την ενήλικη ζωή. Για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζεται να καλυφθούν οι πυρηνικές συναισθηματικές ανάγκες της παιδικής ηλικίας οι οποίες σύμφωνα με έρευνες είναι πανανθρώπινες. Σε αυτές εντάσσονται η ανάγκη για ασφαλή δεσμό με τα πρόσωπα φροντίδας, η αυτονομία και η αίσθηση ταυτότητας, η ελευθερία έκφρασης αναγκών και συναισθημάτων, η αυθόρμητη έκφραση και το παιχνίδι και τέλος τα ρεαλιστικά όρια και ο αυτοέλεγχος. Οι ανάγκες αυτές στην ουσία ταυτίζονται με τους αναπτυξιακούς στόχους κάθε ηλικίας και η εξισορρόπηση ανάμεσα στην κάλυψη τους και στις δυνατότητες του γονέα δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση.
Η μετάβαση από την προσχολική στην σχολική ηλικία συνεπάγεται με αύξηση της πολυπλοκότητας του περιβάλλοντος στο οποίο το παιδί καλείται να δραστηριοποιηθεί. Η ανάπτυξη δεξιοτήτων επικοινωνίας (λεκτικής και μη) και συνεργασίας, η συμμετοχή στην παρέα των συνομηλίκων, η διευθέτηση σχολικών υποχρεώσεων, η αναγνώριση και η αποδοχή των κανόνων, αποτελούν μερικά μόνο παραδείγματα δεξιοτήτων που χρειάζεται να καλλιεργηθούν. Πολύτιμος αρωγός στο έργο αυτό είναι η οικογένεια, με δεδομένο ότι αποτελεί βασική πηγή επιρροής για το παιδί σε αυτή την φάση της ζωής του.
Το θέμα της επιβολής ορίων και κανόνων, συχνά δημιουργεί διάφορους προβληματισμούς στους γονείς. Οι προβληματισμοί αυτοί αφορούν τόσο πρακτικά ζητήματα, όπως ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να τίθενται τα όρια όσο και άλλα περισσότερο ηθικής φύσεως όπως το κατά πόσο αυτό καθιστά κάποιον σωστό-καλό γονιό. Ιδίως σε σχέση με το τελευταίο, φαίνεται ότι συχνά σχετίζεται με την ταύτιση της έννοιας των ορίων με εκείνη της τιμωρίας. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η οριοθέτηση να χρωματίζεται αρνητικά.
- Πώς η οριοθέτηση μπορεί να είναι αποτελεσματική;
Όπως προαναφέρθηκε, η επιβολή ρεαλιστικών ορίων αποτελεί μία από τις πυρηνικές συναισθηματικές ανάγκες της παιδικής ηλικίας. Λαμβάνοντας πάντα υπόψη το ηλικιακό στάδιο και τις ιδιαιτερότητες του κάθε παιδιού, είναι απαραίτητο οι γονείς να προβαίνουν στην επιβολή ορίων τα οποία συνδέονται με συγκεκριμένους κανόνες. Ωστόσο για να υπάρξουν οφέλη μέσω αυτής της διαδικασίας, είναι απαραίτητο να ακολουθούνται κάποιες βασικές αρχές.
Πρωτίστως χρειάζεται να προηγηθεί μία προσπάθεια κατανόησης της συμπεριφοράς του παιδιού και των συνθηκών στις οποίες λαμβάνει χώρα. Στην συνέχεια, η διατύπωση των κανόνων θα πρέπει να γίνεται με σαφήνεια και χρήση θετικών όρων π.χ «χρειάζεται να περιμένεις να ολοκληρώσω την φράση μου, για να μιλήσεις» αντί απαγορεύσεων π.χ «μη με διακόπτεις». Με τον τρόπο αυτό δίνεται η ευκαιρία στο παιδί να μάθει ποιος τρόπος συμπεριφοράς είναι αποδεκτός. Επίσης οι γονείς θα πρέπει να είναι συνεπείς στην τήρηση των ορίων που έχουν θέσει και να μην τα τροποποιούν όταν βλέπουν ότι το παιδί αντιδρά άσχημα θέλοντας να εκπληρωθεί μία επιθυμία του. Κάτι τέτοιο δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση αδιαφορία προς τις ανάγκες του εφόσον τα όρια έχουν τεθεί με σεβασμό, ευαισθησία και ρεαλιστικές προσδοκίες. Αντιθέτως προάγεται η εσωτερίκευση των κανόνων από το παιδί και η αναγνώριση των αποδεκτών και μη αποδεκτών τρόπων συμπεριφοράς.
Αναπόσπαστο κομμάτι της οριοθέτησης αποτελούν οι συνέπειες οι οποίες χωρίζονται σε φυσικές (τα φυσικά αποτελέσματα που ακολουθούν μία συμπεριφορά) και λογικές (τα λογικά αποτελέσματα που ακολουθούν μία συμπεριφορά). Για παράδειγμα, αν το παιδί δεν φάει μεσημεριανό θα πεινάσει (φυσική συνέπεια) και αν δεν ολοκληρώσει το κομμάτι της εργασίας που του αναλογεί θα εκτεθεί στα υπόλοιπα μέλη της ομάδας (λογική συνέπεια). Όταν εκδηλώνεται μία συμπεριφορά η οποία δεν είναι επιθυμητή και παρεκκλίνει από το πλαίσιο των κανόνων που έχουν τεθεί, είναι απαραίτητο η συνέπεια που την ακολουθεί να έχει συμφωνηθεί εκ των προτέρων με το παιδί και να έχουν καταστεί κατανοητοί οι λόγοι για τους οποίου συμφωνείται. Εξίσου σημαντική είναι η συζήτηση μετά από κάποιο συμβάν ώστε να αποκτήσει καλύτερη επίγνωση της κατάστασης αλλά και των δυσκολιών του. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόληψη μίας ανεπιθύμητης συμπεριφοράς είναι σαφώς προτιμότερη από την οριοθέτηση της αφού έχει εμφανιστεί. Η εκ των προτέρων αφομοίωση των κανόνων από το παιδί ενισχύει το αίσθημα υπευθυνότητας και προάγει την πεποίθηση ότι η κάθε πράξη έχει και συνέπειες.
Η αντίδραση του παιδιού στα όρια και η άρνηση αποδοχής τους εκφράζει την υγιή ανάγκη να ανεξαρτητοποιηθεί και να αυτονομηθεί. Έχοντας οι γονείς στην φαρέτρα τους κατανόηση, υπομονή, ενσυναίσθηση, και αποδοχή, μπορούν να σταθούν σύμμαχοι στο πλευρό του και να διαχειριστούν τα εμπόδια που προκύπτουν κατά την άσκηση του ρόλου τους.
- Γιατί τελικά είναι σημαντικά τα όρια;
Συνοψίζοντας, η κάλυψη της ανάγκης για επιβολή ρεαλιστικών ορίων είναι όχι μόνο σημαντική αλλά και απαραίτητη για την ομαλή ανάπτυξη και προσαρμογή του παιδιού στο περιβάλλον. Μέσω των σταθερών ορίων ενισχύεται η αυτοπεποίθηση, ο αυτοέλεγχος, η δυνατότητα επιλογής αλλά και η γνώση των συνεπειών που έπονται των πράξεων. Επιπλέον αναπτύσσεται σεβασμός στα δικαιώματα του άλλου, καλλιεργείται το αίσθημα προσωπικής ευθύνης και αυξάνεται η ανοχή στην ματαίωση εκπλήρωσης των επιθυμιών.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η οριοθέτηση αφορά αποκλειστικά την συμπεριφορά. Κάθε συναίσθημα είναι φυσιολογικό και χρειάζεται να προσεγγίζεται με αποδοχή, ζεστασιά και κατανόηση.
Μαθαίνοντας το παιδί ότι η συμπεριφορά υπάγεται σε κάποιους κανόνες, προετοιμάζεται να αναλάβει στο μέλλον την ευθύνη της δικής του ζωής και αυτό είναι κάτι για το οποίο θα σας ευγνωμονεί!
Βιβλιογραφία
- Bλαχογιάννη, Α. & Αγγελή, Κ. (2014). Προγράμματα Ενίσχυσης Γονεϊκού Ρόλου. Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Έρευνα και Θεραπεία, 1, 41-53
- Επταήμερος, Μ. & Αγγελή, Κ. (2015). Γονεϊκές συμπεριφορές και ψυχοπαθολογία: ο ενδιάμεσος ρόλος των γνωσιακών μεταβλητών και ειδικότερα των Πρώιμων Δυσλειτουργικών Σχημάτων. Γνωσιακή Συμπεριφοστική Έρευνα και Θεραπεία, 1, 71-80
- Kαλαντζή-Αζίζι, Α. & Σοφιανοπούλου, Κ. (2016). Γνωσιακή – συμπεριφοριστική Θεραπεία παιδιών και εφήβων. Θεωρία και πράξη. Αθήνα: Eκδόσεις Πεδίο