Οι μέρες των γιορτών αποτελούν μια περίοδο ανακίνησης έντονων συναισθημάτων στους ανθρώπους. Από τη μια πλευρά, υπάρχουν εκείνοι που διακατέχονται από συναισθήματα χαράς, αισιοδοξίας και ελπίδας προσμένοντας με λαχτάρα αυτές τις μέρες για να μοιραστούν, να έρθουν κοντά και να συνδεθούν με τους άλλους μέσα από τα ήθη και τα έθιμα της εορταστικής περιόδου. Είναι εκείνοι που ως παιδιά βίωσαν τις ημέρες των γιορτών ευχαριστιακά και φέρουν στις «αποσκευές» τους νοσταλγικές αναμνήσεις εκείνων των χρόνων. Εκείνοι, που είχαν την τύχη να μετέχουν με επιθυμία σε συλλογικά γιορταστικά τραπέζια ως μια ευκαιρία συνάντησης και αυθεντικού μοιράσματος και όχι ως μια υποχρεωτική τελετουργική εκδήλωση.
Από την άλλη, υπάρχουν κι εκείνοι που βιώνουν την περίοδο των εορτών με έντονο άγχος και θλίψη. Άνθρωποι που ίσως δεν είχαν την ευκαιρία στο παρελθόν να είναι μέρος ενός συλλογικού μοιράσματος και αυθεντικής συνύπαρξης με τους άλλους. Άνθρωποι που λόγω κάποιου γεγονότος, βιώνουν μια περίοδο θλίψης και μελαγχολίας. Άνθρωποι που λόγω του εορταστικού κλίματος που επιτάσσει συχνά τη χαρά και την αγάπη ως ένα κοινωνικό «πρέπει», βλέπουν καχύποπτα τον εαυτό τους που δυσκολεύται να βιώσει αντίστοιχα συναισθήματα και να μετέχει στην εορταστική διάθεση. Είναι εκείνοι λοιπόν που μπορεί να συμμετάσχουν στις εορταστικές τελετουργίες καταναγκαστικά χωρίς να λάβουν υπόψιν τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους. Θα παραβρεθούν ίσως σε οικογενειακά τραπέζια ως «πρέπει» και όχι ως υπέρβαση και επιθυμία να συσχετιστούν. Είναι εκείνοι που θα ξέρουν από πριν πώς θα περάσουν και στο τέλος θα καταλήξουν στο θλιβερό συμπέρασμα: « Το ήξερα ότι αυτό θα συμβεί!».
Επομένως, το ερώτημα που υπάρχει συχνά και τίθεται από τους ανθρώπους είναι: « Να πάω στο οικογνειακό τραπέζι ή να μην πάω;». Εάν το ερώτημα τίθεται ως δίλημμα, ό,τι και να απαντήσουμε κινδυνεύουμε να εγκλωβιστούμε καθώς τίποτα δεν είναι «σωστό». Εάν είναι να συμμετέχω στο τραπέζι των εορτών ως μια κοινωνική υποχρέωση και καταναγκασμό, τότε κινδυνεύω να θυμώνω με τον εαυτό μου που για άλλη μια φορά ακολούθησα την κοινωνική επιταγή και όχι την επιθυμία μου. Εάν είναι να συμμετέχω προκειμένου να αλλάξει η διάθεσή μου με ένα «μαγικό» τρόπο χωρίς ανάληψη προσωπικής ευθύνης για ανατροπή («Θα είναι διαφορετικά φέτος!»), τότε κινδυνεύω να φύγω με περισσότερη θλίψη και απογοήτευση. Εάν είναι να συμμετέχω με στόχο να «αποδείξω» σαν ένα κοινωνικό πείραμα πόσο «ψεύτικο» είναι το κλίμα των εορτών τότε κινδυνεύω μέσω μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας να φτιάξω ασυνείδητα τις συνθήκες με τέτοιο τρόπο ώστε να επιβεβαιώσω τις αρχικές μου σκέψεις. Εάν περιμένω τις γιορτές για να έρθω κοντά με τους ανθρώπους και να «συσφίξω» τις σχέσεις με ανθρώπους που όλον τον προηγούμενο χρόνο δεν επεδίωκα να συναντήσω, τότε κινδυνεύει το εορταστικό τραπέζι να αναδείξει το «κενό» στις διαπροσωπικές μας σχέσεις και τις δυσκολίες στο «σχετίζεσθαι».
Το ερώτημα λοιπόν δε συμφέρει να είναι με τη μορφή διπόλου «Να πάω ή να μην πάω» αλλά με υπαρξιακά ερωτήματα προς τον εαυτό. Πώς πηγαίνω λοιπόν; Πώς θέλω να το βιώσω; Με ποια πραγματική διάθεση; Είναι επιθυμία μου ή μια κοινωνική υποχρέωση; Εκεί, θα είμαι πραγματικά; Θα μετέχω στις συζητήσεις; Θα επιδιώξω να συσχετισθώ ή θα είμαι «απών-ουσα». Θα είμαι εκεί για να μοιραστώ και να επιδιώξω την εγγύτητα ή να προβάλλω την πίκρα και την παραίτησή μου. Μπορώ να μετέχω στο εορταστικό κλίμα με πίστη ότι μπορεί να υπάρξει αυθεντικό μοίρασμα και όχι ένα καταναγκαστικό «πρέπει»; Μπορώ να υπερβώ τις όποιες διαφορές και δυσκολίες και να οδηγηθώ μέσω της σύνδεσης σε αυθεντικό ευχαριστιακό βίωμα;
Πώς λοιπόν το τραπέζι των εορτών μπορεί να γίνει γιορτινό τραπέζι; Αυτό ίσως να είναι και ένα προσωπικό στοίχημα για τον καθένα! Πώς η συνάντηση γύρω από το τραπέζι να μην είναι ένα «κουκούλωμα» των δυσκολιών αλλά μια ευκαιρία σύνδεσης. Πώς το γέλιο να είναι αυθεντικό και όχι μια συγκάλυψη των διαπροσωπικών διαφορών και της πίκρας από τις μεταξύ τους σχέσεις. Πώς να καλλιεργηθεί το αγαπητικό κλίμα και να επιτευχθεί το ευχαριστιακό βίωμα όχι ως «πρέπει» αλλά ως ατομική επιθυμία. Πώς το τραπέζι να γίνει η ευκαιρία σύνδεσης του ατομικού μας μικρόκοσμου με του συλλογικού.
Επιμέλεια άρθρου:
Φρόσω Φωτεινάκη
Συμβουλευτική Ψυχολόγος & Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια
Συγγραφή άρθρου:
Άννα Πανοπούλου
Ψυχολόγος και Ψυχοθεραπεύτρια Συστημικής και Υπαρξιακής Κατεύθυνσης