Από αρκετά μικρή ηλικία οι άνθρωποι αντιμετωπίζουμε καθημερινά ερωτήματα – διλήμματα, τα οποία αντί να ανοίγουν τις επιλογές μπροστά μας σαν βεντάλια, μας οδηγούν σε μονόδρομο ο οποίος ενδεχομένως να αποτελεί κι αδιέξοδο.
«Αγαπάς τη μαμά ή τον μπαμπά πιο πολύ;» , «Θα είσαι καλό παιδί και θα διαβάζεις ή κακό παιδί και δεν θα διαβάζεις;» «Θέλεις να κάνεις κάτι στη ζωή σου και να πετύχεις στις πανελλήνιες ή θα αποτύχεις επειδή δεν θέλεις να κάνεις τίποτα;» – ερωτήματα τα οποία σε κάθε ηλικιακή περίοδο είναι διαφορετικά ενώ όσον αφορά τις γυναίκες ο «κλοιός στενεύει» με το βασικότερο ερώτημα από την παιδική μας κιόλας ηλικία να είναι: «καριέρα ή οικογένεια»;;
Πολλοί από εμάς, έχουμε γαλουχηθεί με το δίπολο «όλα ή τίποτα» , σκέψη η οποία εκφράζεται κυρίως με το διαζευκτικό «ή». Είναι σαν να έχουμε αφαιρέσει από την παλέτα της ζωής το χρώμα γκρι και να βλέπουμε τις καταστάσεις είτε με μαύρο είτε με άσπρο χρώμα. Σύμφωνα με τη Γνωστική Συμπεριφορική Θεραπεία (CBT), αυτός ο τρόπος σκέψης αποτελεί ένα είδος γνωστικής παραμόρφωσης όπου βλέπουμε τις καταστάσεις με απόλυτους όρους: καλό ή κακό, σωστό ή λάθος, επιτυχία ή αποτυχία — χωρίς ενδιάμεσες επιλογές.
Αυτός ο τρόπος σκέψης μπορεί να έχει τις ρίζες του στην παιδική μας ηλικία, δεν παύει όμως να συνεχίζει να μας δυσκολεύει στην ενήλικη ζωή καθώς δεν είναι λίγες οι φορές που συνδέεται με κατάθλιψη, άγχος , διαταραχές προσωπικότητας και κυρίως τελειομανία.
Υπάρχει βαθιά μέσα μας τόσο πολύ η επιθυμία να είμαστε «τέλειοι» σε αυτό που κάνουμε που δυσκολευόμαστε ακόμα και στην καθημερινότητα μας να συνδυάσουμε πολλούς ρόλους, πόσο δε μάλλον όταν έρχεται η ώρα να πραγματοποιήσουμε επιλογές ζωής.
Στη δύσκολη επιλογή ενός και μόνο μονοπατιού , έρχονται να μας δυσκολέψουν και κάποιες στερεοτυπικές αντιλήψεις. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες , η δημιουργία οικογένειας σε συνδυασμό με την επιτυχία στον επαγγελματικό τομέα, αποτελούν εξωπραγματική επιθυμία για έναν άνθρωπο (και κυρίως) για μία γυναίκα. Είναι σαν να υπάρχει η νοοτροπία πως, μία γυναίκα η οποία είναι πετυχημένη στη δουλειά της δεν μπορεί να διατηρήσει υγιείς δυναμικές στην οικογένειά της, και το αντίστροφο.
Σε αυτό το σημείο , ας θυμόμαστε πως ένας άνθρωπος ο οποίος κάνει αυτό που αγαπάει επαγγελματικά, επιτυγχάνει, προοδεύει και παράλληλα φροντίζεται έχει και το κατάλληλο ψυχικό απόθεμα για να παρέχει την απαραίτητη φροντίδα και στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Από την άλλη, η προσωπική – οικογενειακή ζωή του κάθε ανθρώπου αποτελεί μία άκρως ιδιωτική επιλογή η οποία θα έπρεπε να είναι σεβαστή στο επαγγελματικό του περιβάλλον.
Οι άνθρωποι καλούμαστε καθημερινά να επιτελέσουμε αρκετούς ρόλους στη ζωή μας ενώ διαθέτουμε παραπάνω από μία κοινωνικές ταυτότητες. Η δυσκολία εκ μέρους μας να τα συνδυάσουμε όλα μπορεί αρκετές φορές να αποτελεί αντικείμενο προς εξερεύνηση με τον ίδιο μας τον εαυτό, όμως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αποτελεί αντικέιμενο κριτικής από το εξωτερικό περιβάλλον.
Επιμέλεια άρθρου:
Φρόσω Φωτεινάκη
Συμβουλευτική Ψυχολόγος & Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια
Συγγραφή Άρθρου
Ειρήνη Μπισιώτη
Απόφοιτος του Εκπαιδευτικού Προγράμματος της Ελληνικής Αντλεριανής Ψυχολογίας.