Τα τελευταία χρόνια και ιδίως μετά την περίοδο της πανδημίας, τα δεδομένα στο σκηνικό του φλερτ και των σχέσεων έχουν αλλάξει σημαντικά. Οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν το διάστημα εκείνο, είχαν ως αποτέλεσμα οι κοινωνικές επαφές να περιοριστούν δραματικά. Για να καλυφθεί η ανάγκη της ανθρώπινης επαφής, υπήρξε στροφή σε άλλα «μέσα» τα οποία «προσωρινά» θα αντιστάθμιζαν την ανάγκη αυτή. Τα ποσοστά χρήσης των social media αυξήθηκαν όσο ποτέ και η τάση αυτή ήταν ένας μόνος από τους δείκτες ζωτικής σημασίας που έχει για τον άνθρωπο η κοινωνική αλληλεπίδραση. Στο πλαίσιο αυτό η χρήση των εφαρμογών γνωριμιών (Dating Apps) γνώρισε εξίσου ραγδαία αύξηση ιδίως για όσους δεν είχαν σύντροφο την περίοδο εκείνη. Η εγκατάσταση εφαρμογών όπως το Tinder, το Bumble και το Badoo, λειτούργησε ως όχημα για νέες γνωριμίες. Ακόμη και μετά το πέρασμα αυτού του διαστήματος και την επιστροφή στην κανονικότητα, μεγάλος μέρος των χρηστών συνέχισαν την χρήση τους. Ενδεικτικά σύμφωνα με την Statista, μία από τις μεγαλύτερες πλατφόρμες στατιστικών δεδομένων παγκοσμίως, το Tinder ηγείται όλων των εφαρμογών γνωριμιών με τους ενεργούς μηνιαίους χρήστες να ανέρχονται περίπου στα 75 εκατομμύρια. Μάλιστα μόνο τον Ιούνιο του 2024 καταγράφηκαν 6.1 εκατομμύρια νέες εγκαταστάσεις τις εφαρμογής.
Αν και η χρήση τους έχει στερεοτυπικά συνδεθεί με τις περιστασιακές γνωριμίες που έχουν κατά βάση ως κίνητρο την σεξουαλική επαφή, τα δεδομένα των ερευνών έρχονται να αποδομήσουν την μονοδιάστατη αυτή θεώρηση. Οι λόγοι για τους οποίους γίνεται κανείς χρήστης των εφαρμογών περιλαμβάνουν την προοπτική σύναψης μακροχρόνιας σχέσης, την διεύρυνση του κοινωνικού δικτύου, την αναζήτηση επιβεβαίωσης, την περιέργεια, την διαχείριση συναισθημάτων όπως η ανία κ.α. Υπολογίζεται μάλιστα ότι μέχρι το 2040 το 70% των σχέσεων θα έχει ξεκινήσει μέσα από το διαδίκτυο. Πέρα από τα προσωπικά κίνητρα, παράγοντες όπως το μηδενικό κόστος, η πρόσβαση σε μεγάλο αριθμό υποψήφιων συντρόφων, η ταχύτητα με την οποία ξεκινά η αλληλεπίδραση («match») βάσει συμβατότητας (π.χ. ηλικιακής, γεωγραφικής) και προσωπικής προτίμησης (swipe left = απόρριψη, swipe right=αποδοχή), η προσβασιμότητα και η ελάχιστη προσπάθεια που χρειάζεται κανείς να καταβάλει για να ξεκινήσει μία συζήτηση, είναι μόνο μερικοί από αυτούς.
Εστιάζοντας στο Tinder ως πλατφόρμα προτίμησης για τους περισσότερους χρήστες, ένα από τα χαρακτηριστικά που το καθιστούν ιδιαίτερο ελκυστικό είναι η δυνατότητα ταχείας εναλλαγής ανάμεσα στα εκατομμύρια προφίλ χρησιμοποιώντας απλά τα δάχτυλα των χεριών. Η διαδικασία αυτή γνωστή στην βιβλιογραφία ως «swipe culture», καλλιεργεί και συντηρεί μία αντίληψη πληθώρας επιλογών, κάποια εκ των οποίων ίσως κάποτε να ανταποκριθεί στο ιδανικό πρότυπο συντρόφου. Οι φωτογραφίες στο προφίλ του χρήστη αποτελούν βασικό κριτήριο αποδοχής ή απόρριψης, μιας που σε αυτή την αρχική φάση αναζήτησης δεν υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης σε στοιχεία που αφορούν για παράδειγμα την προσωπικότητα του ατόμου. Η ανταμοιβή που έρχεται με το «ταίριασμα» των προφίλ έπειτα από την σύντομη φάση της αναζήτησης, από νευροβιολογική σκοπιά ενεργοποιεί παρόμοιες περιοχές στον εγκέφαλο με αυτές των εθιστικών ουσιών (π.χ. νικοτίνη) και συμπεριφορών (π.χ. τζόγος), μέσω της απελευθέρωσης της ντοπαμίνης, μίας χημικής ουσίας του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνη για το αίσθημα ανταμοιβής και ευχαρίστησης. Ο μη προβλέψιμος χαρακτήρας της ειδοποίησης που ενημερώνει για το «ταίριασμα» καθιστά την διαδικασία του «swipe» ακόμη πιο εθιστική, καθώς ο χρήστης δεν είναι σε θέση να γνωρίζει εκ των προτέρων πότε θα έρθει η πολυπόθητη «ανταμοιβή». Αυτός είναι και ένας από τους παράγοντες που εξηγεί γιατί παιχνίδια τζόγου όπως τα φρουτάκια και ο κουλοχέρης είναι εξαιρετικά εθιστικά.
Αυτή καθαυτή η χρήση των Dating Apps δεν αποτελεί από μόνη της «πρόβλημα» και η αντιμετώπιση της μέσα από ένα σκεπτικό «άσπρου ή μαύρου» , «σωστού ή λάθους» τρόπου στην προσπάθεια εύρεσης συντρόφου, στερεί την δυνατότητα μίας πιο συνολικής θεώρησης. Πράγματι όπως επιβεβαιώνουν και οι έρευνες οι γνωριμίες των ζευγαριών θα γίνονται κατά βάση διαδικτυακά τα επόμενα χρόνια, οπότε είναι σημαντικό να αυξηθεί η επίγνωση σχετικά με το υπό ποιες συνθήκες τελικά η χρήση τους καταλήγει να γίνεται δυσλειτουργική για το άτομο και τις σχέσεις του.
Με την εξωτερική εμφάνιση να αποτελεί ίσως το βασικότερο κριτήριο προτίμησης στην αρχή, αναπόφευκτα οι χρήστες σπεύδουν να δημιουργήσουν ένα προφίλ που θα αυξήσει τις πιθανότητες να επιλεχθούν από άλλους χρήστες. Η εξωτερική εμφάνιση λοιπόν αποτελεί ένα «δυνατό χαρτί» για το άτομο, με κίνδυνο την υπερεπένδυση στο κυνήγι της τέλειας εικόνας. Κάτι τέτοιο σε ατομικό επίπεδο μπορεί να αυξήσει το άγχος για την εικόνα σώματος, τις συγκρίσεις και να διαταράξει την διατροφική συμπεριφορά, ιδίως σε ανθρώπους με προϋπάρχουσες ανησυχίες που αφορούν την εμφάνιση τους. Συχνά αυτό μπορεί να οδηγήσει σε υπερεπένδυση για την δημιουργία μίας αψεγάδιαστης εικόνας, παραμερίζοντας άλλες πτυχές όπως η επικοινωνία, η συναισθηματική σύνδεση, η εγγύτητα κ.α.
Ακόμη η χρήση των Dating Apps ως αποκλειστικό μέσο προσέγγισης υποψήφιων συντρόφων, στερεί τη δυνατότητα βελτίωσης των κοινωνικών δεξιοτήτων και ιδίως αυτών που συνδέονται με το φλερτ (π.χ. βλεμματική επαφή, στάση σώματος, χρήση χιούμορ κ.α) καθώς η εικονική πραγματικότητα αποτελεί κατά κάποιο τρόπο και ένα «δίχτυ ασφαλείας» για τον χρήστη. Εκεί δεν χρειάζεται να εκτεθεί στα αρνητικά συναισθήματα που συνεπάγεται το ενδεχόμενο μίας απόρριψης καθώς μπορεί άμεσα να προχωρήσει στην επόμενη διαθέσιμη επιλογή. Αυτό συχνά δημιουργεί απόσταση και αποξένωση μεταξύ των ανθρώπων στις δια ζώσεις επαφές, εξ ’ου και σχόλια όπως «κανείς πια δεν φλερτάρει έξω».
Η κουλτούρα του «swipe» επίσης διαδραματίζει κάποιο ρόλο στην διαιώνιση φαινομένων όπως η απότομη και χωρίς προειδοποίηση διακοπή της επικοινωνίας με ένα άτομο, γνωστή ως «ghosting». Στον κόσμο των εφαρμογών γνωριμιών και όχι μόνο, ο χρήστης μπορεί ανά πάσα στιγμή να σταματήσει την αλληλεπίδραση χωρίς κάποια εξήγηση, νοοτροπία που σταδιακά γενικεύεται και στις αλληλεπιδράσεις εκτός των εφαρμογών. Το συναισθηματικό κόστος που συχνά έχει αυτή η συμπεριφορά για την άλλη πλευρά παραμερίζεται, δημιουργώντας τελικά ατέρμονους φαύλους κύκλους από τους οποίους απουσιάζει η ανάληψη προσωπικής ευθύνης και η ειλικρινής επικοινωνία.
Επίσης στην πραγματικότητα των Dating Apps, η διαθεσιμότητα πλήθους επιλογών λειτουργεί ως αντιστάθμισμα στον φόβο της απόρριψης και της εγκατάλειψης που αναπόφευκτα καθένας θα βιώσει σε μία σχέση σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Αυτή η απομάκρυνση από τις «προσωπικές πληγές» και η άμεση αναζήτηση της επιβεβαίωσης και της αποδοχής μέσα από ένα νέο «match», ενώ προάγει αρχικά ένα αίσθημα ευφορίας και τονώνει στιγμιαία την αυτοπεποίθηση, μακροπρόθεσμα συντηρεί συχνά ένα αίσθημα κενού, ματαίωσης και απογοήτευσης καθώς απομακρύνει τελικά το άτομο από την βαθύτερη ανάγκη της σύνδεσης.
Τόσο οι εφαρμογές αυτές όσο και τα social media γενικότερα που προσφέρονται «δωρεάν» έχουν και ένα κόστος το οποίο συχνά δεν είναι εμφανές. Αποκτώντας λοιπόν κάθε άνθρωπος επίγνωση των λόγων που τον ωθούν στην χρήση των εφαρμογών γνωριμιών έχει τη δυνατότητα να επιλέξει συνειδητά και τον τρόπο με τον οποίο θα τις αξιοποιήσει τελικά, με γνώμονα ό,τι έχει πραγματικά ανάγκη!
Επιμέλεια άρθρου:
Φρόσω Φωτεινάκη
Συμβουλευτική Ψυχολόγος & Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια
Συγγραφή άρθρου:
Κασσιανή Μουσά
Ψυχολόγος, MSc – Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Ψυχοθεραπεύτρια
Βιβλιογραφία
- Beck, S. (2021). The Brain and Swiping for Love. Scientific Kenyon: The Neuroscience Edition, 5(1), 107-116.
- Castro, Á., & Barrada, J. R. (2020). Dating apps and their sociodemographic and psychosocial correlates: A systematic review. International journal of environmental research and public health, 17(18), 6500.
- Holtzhausen, N., Fitzgerald, K., Thakur, I., Ashley, J., Rolfe, M., & Pit, S. W. (2020). Swipe-based dating applications use and its association with mental health outcomes: A cross-sectional study. BMC psychology, 8, 1-12.