Ένα συχνά παρατηρήσιμο φαινόμενο σχετικά με τις αλλαγές που επιθυμούμε να πραγματοποιήσουμε στην ζωή μας, αφορά την χρονική περίοδο κατά την οποία επιλέγουμε να θέσουμε νέους στόχους που θα μας φέρουν ένα βήμα πιο κοντά σε αυτές. Το νέο εξάμηνο της σχολής, η απασχόληση σε ένα νέο εργασιακό περιβάλλον, η έναρξη μίας νέας σχέσης κλπ αποτελούν συχνά την αφετηρία μίας διαδρομής που στοχεύει στην επιθυμητή για τον καθένα αλλαγή. Για μεγάλη μερίδα ανθρώπων την αφετηρία αυτή συνιστά το ξεκίνημα μίας νέας χρονιάς και τότε είναι που νέα πλάνα, υποσχέσεις και αποφάσεις (New Year’s Resolutions) αποκτούν ξεχωριστή θέση στην προσωπική ατζέντα. «Φέτος θα τρώω πιο υγιεινά», «Το 2025 θα βελτιώσω την κοινωνική μου ζωή», «Δεν πάει άλλο, από την νέα χρονιά θα μπω σε φόρμα», «φέτος θα κόψω το κάπνισμα», είναι μόνο μερικοί από τους στόχους που βρίσκονται συχνά σε προτεραιότητα για τους γύρω μας ή ακόμη και για εμάς τους ίδιους.
Ενώ οι στόχοι αυτοί προάγουν την ευεξία, την ευημερία και αποσκοπούν στην βελτίωση της ποιότητας ζωής, με την πάροδο των μηνών του έτους η δέσμευση στην επίτευξη τους έχει συχνά φθίνουσα πορεία με αποτέλεσμα ο ετήσιος απολογισμός να συνοδεύεται από ματαίωση, απογοήτευση και αυτοκριτική. ΄Άλλες φορές θα δούμε ανθρώπους που κατορθώνουν να διατηρήσουν το κίνητρο και την δέσμευση τους σε όλη την διάρκεια της πορείας, ξεπερνώντας εμπόδια εσωτερικής (π.χ. δυσκολία διαχείρισης των αρνητικών συναισθημάτων κατά την αντιμετώπιση μίας πρόκλησης) ή εξωτερικής προέλευσης (π.χ. απουσία υποστηρικτικού περιβάλλοντος).
Στο σημείο αυτό θα αναρωτηθεί κανείς γιατί ενώ η επίτευξη στόχων είναι μία διαδικασία που μας γεμίζει ικανοποίηση τονώνοντας την αυτοπεποίθηση μας, στην πορεία αποπροσανατολιζόμαστε από την «πυξίδα» μας και τελικά επιστρέφουμε σε -αν και οικείες- όχι βοηθητικές για εμάς συνήθειες;
Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό μπορεί να είναι πολλοί και παρακάτω θα δούμε μερικούς από αυτούς. Αρχικά, η «αναγκαιότητα» να θέσουμε στόχους ενόψει της νέας χρονιάς, συχνά προκύπτει ως αποτέλεσμα της κοινωνικής πίεσης να ορίσουμε ως σημείο αφετηρίας της εκάστοτε αλλαγής την συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Ωστόσο η ετοιμότητα του καθενός από εμάς να μπει σε μία διαδικασία αλλαγής διαφέρει κατά πολύ ανάλογα με την φάση ζωής στην οποία βρίσκεται, τις προτεραιότητες, την αντιλαμβανόμενη σημαντικότητα των αρνητικών συνεπειών που έχει μία συνήθεια, την διαθέσιμη υποστήριξη από το περιβάλλον μας κ.α. Όλα αυτά επηρεάζουν σημαντικά την ετοιμότητα για το ξεκίνημα ενός ταξιδιού που θα επιφέρει μία επιθυμητή αλλαγή. Συνεπώς δεν είναι για όλους το ξεκίνημα της νέας χρονιάς πάντοτε μία βοηθητική περίοδος για να θέσουν στόχους.
Ένας άλλος λόγος αφορά το είδος των στόχων που θέτουμε. Ερευνητικά έχει αποδειχθεί ότι οι στόχοι εκείνοι που προσανατολίζονται σε μία σημαντική και επιθυμητή αλλαγή (π.χ. «θέλω να βρω μία δουλειά στην οποία θα νιώθω πιο δημιουργική/ός) μας κινητοποιούν περισσότερο από εκείνους που προσανατολίζονται στην διέξοδο από μία ανεπιθύμητη για εμάς συνθήκη (π.χ. θέλω να παραιτηθώ από την δουλειά μου»). Στην πρώτη περίπτωση η επιδίωξη του στόχου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αξία της δημιουργικότητας που φαίνεται να κατέχει υψηλή θέση στις αξίες του ανθρώπου αυτού. Αυτό μπορεί να ενισχύσει το προσωπικό κίνητρο περισσότερο από ότι στην δεύτερη περίπτωση που ο στόχος έχει τεθεί με έναν τρόπο που δεν δίνει καμία πληροφορία για το «γιατί» και εστιάζει απλά στην φυγή από μία δυσάρεστη κατάσταση.
Ο τρόπος που τίθεται ένας στόχος επηρεάζει επίσης τον βαθμό επιτυχίας του. Ενώ είναι απαραίτητο να υπάρχουν μακροπρόθεσμα πλάνα για να μας υποδείξουν και την διαδρομή που χρειάζεται να ακολουθήσουμε, από μόνη τους η ύπαρξη τους δεν αποτελεί δείκτη επιτυχίας. Όπως για να φτάσω στο τέλος της σκάλας χρειάζεται πρώτα να ανέβω ένα-ένα τα σκαλοπάτια, έτσι είναι απαραίτητο να ορίσω βραχυπρόθεσμους και μεσοπρόθεσμους στόχους οι οποίοι βαθμιαία θα με φέρουν πιο κοντά στον προορισμό μου. Εάν π.χ. δεν έχω επαφή με το τρέξιμο αλλά στόχος μου είναι την επόμενη χρονιά να συμμετέχω στον Μαραθώνιο, χρειάζεται να εντάξω στην καθημερινότητα μου το τρέξιμο διανύοντας μικρές αποστάσεις αρχικά (βραχυπρόθεσμος στόχος) και στην συνέχεια μεγαλύτερες βελτιώνοντας τον χρόνο μου (μεσοπρόθεσμος στόχος).
Σε συνέχεια του τρόπου διαμόρφωσης των στόχων, παράμετροι όπως ο βαθμός στον οποίο είναι συγκεκριμένοι (π.χ. ο ταξιδιωτικός προορισμός που θέλω να επισκεφτώ υποδεικνύει κατά προσέγγιση και τα χρήματα που χρειάζεται να αποταμιεύσω), χρονικά προσδιορισμένοι (π.χ. εάν θέλω μέχρι τον Ιούνιο να έχω αγοράσει το νέο μου αυτοκίνητο μπορώ να διαμορφώσω τους προηγούμενους μήνες τον κατάλληλο οικονομικό σχεδιασμό) αλλά και ρεαλιστικοί (π.χ. εάν μόλις ξεκίνησα την εκμάθηση μίας ξένης γλώσσας, το να μπορώ να κατανοήσω μία ταινία χωρίς υπότιτλους δεν είναι ρεαλιστικός στόχος-τουλάχιστον προς το παρόν!).
Εξίσου σημαντική επιρροή κατέχει ο τρόπος που ο καθένας από εμάς αντιλαμβάνεται τις προσωπικές του ικανότητες, διαχειρίζεται τα εμπόδια και τις αποτυχίες, δείχνει ευελιξία και διαπραγματεύεται εκ νέου την «διαδρομή» και τον «προορισμό» εάν αυτό είναι απαραίτητο. Τον σπουδαιότερο όμως ρόλο διαδραματίζει το εάν καθένας από εμάς είναι σε θέση να απαντήσει το «γιατί»: «Γιατί τελικά ο στόχος αυτός είναι σημαντικός για εμένα;». Θέτοντας το ερώτημα αυτό στον εαυτό μας, μπορούμε να διαπιστώσουμε εάν ο στόχος που θέλουμε να πετύχουμε στο άμεσο μέλλον συνδέεται με τις προσωπικές μας αξίες (π.χ. συνεργασία, αυτοφροντίδα, εργατικότητα, ρομαντισμός , περιπέτεια, οικειότητα κ.α) δίνοντας ένα νόημα τελικά στην «διαδρομή» μας.
Σε εσένα λοιπόν που έχεις βρεθεί συχνά αντιμέτωπος με το άγχος της λίστας των στόχων που «πρέπει» να προετοιμάσεις ενόψει του νέου έτους, στο τέλος της φετινής χρονιάς δώσε στον εαυτό σου μόνο μία υπόσχεσή. Tην υπόσχεση της «δέσμευσης» προς το χτίσιμο μίας καθημερινότητας από την οποία δεν θα αναζητάς διαρκώς τρόπους να διαφύγεις. Αναρωτήσου τι είναι τελικά αυτό που έχει σημασία για εσένα και γιατί. Η απάντηση βρίσκεται μέσα σου εάν αφαιρέσεις το πέπλο των «πρέπει» που έχουν μεταμφιεστεί σε «επιθυμίες». Τότε με σύμμαχο την συμπόνια προς τον εαυτό σου, θα είναι η στιγμή για να θέσεις τους προσωπικούς σου στόχους – και ας έχει περάσει η Πρωτοχρονιά!
Βιβλιογραφία
- Biber, D. D., & Ellis, R. (2019). The effect of self-compassion on the self-regulation of health behaviors: A systematic review. Journal of health psychology, 24(14), 2060-2071.
- Daudkhane, Y. (2017). Why SMART Goals are not ‘Smart’enough?. Imperial Journal of Interdisciplinary Research.
- Höchli, B., Brügger, A., & Messner, C. (2020). Making New Year’s resolutions that stick: Exploring how superordinate and subordinate goals motivate goal pursuit. Applied Psychology: Health and Well‐Being, 12(1), 30-52.
- Oscarsson, M., Carlbring, P., Andersson, G., & Rozental, A. (2020). A large-scale experiment on New Year’s resolutions: Approach-oriented goals are more successful than avoidance-oriented goals. PLoS One, 15(12), e0234097.
Επιμέλεια άρθρου:
Φρόσω Φωτεινάκη
Συμβουλευτική Ψυχολόγος & Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια
Συγγραφή άρθρου:
Κασσιανή Μουσά
Ψυχολόγος (MSc)
Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Ψυχοθεραπεύτρια