Δεδομένου ότι η γονεϊκότητα αποτελεί ένα πολύ σημαντικό ορόσημο ζωής για πολλούς ανθρώπους, η υπογονιμότητα μπορεί να χαρακτηριστεί ως μία «αναπτυξιακή» κρίση με ιδιαίτερη βαρύτητα στη ζωή του ατόμου και του ζευγαριού. Μάλιστα, η υπογονιμότητα φαίνεται να επηρεάζει το 10 με 15% των ζευγαριών παγκοσμίως. Η συναισθηματική διάσταση των δυσκολιών αυτών αλλά και οι επιπτώσεις στη σχέση του ζευγαριού, χρειάζεται να ληφθούν υπόψιν και να αποτελέσουν οδηγό ενίσχυσης και υποστήριξης του ζευγαριού.
Ψυχολογικές διαστάσεις της υπογονιμότητας
Οι δυσκολίες υπογονιμότητας αφορούν αφενός σε ένα ιατρικό/βιολογικό πρόβλημα που επηρεάζει την αναπαραγωγική λειτουργεία και τη γονιμότητα του ατόμου. Αφετέρου, υπάρχουν ψυχολογικοί αλλά και σχεσιακοί παράγοντες που επηρεάζουν αλλά και επηρεάζονται από τις δυσκολίες υπογονιμότητας.
Η εμπειρία της υπογονιμότητας θεωρείται μια ιδιαίτερα ψυχοπιεστική κατάσταση ζωής και συγκρίνεται με την εμπειρία της απώλειας αγαπημένων ατόμων αλλά και με την εμπειρία ασθενειών όπως ο καρκίνος. Το πρόβλημα έρχεται -συνήθως- απροσδόκητα και βιώνεται ως απώλεια, απειλώντας τις προσδοκίες και τα όνειρα για το μέλλον, και «αποπροσανατολίζοντας» από το πλάνο της ζωής του ζευγαριού. Η δυσκολία αυτή μπορεί να επηρεάσει έντονα και για μεγάλο διάστημα το άτομο, επιφέροντας μια ψυχολογική ανισορροπία, με ποικίλες συναισθηματικές προεκτάσεις.
Συναισθηματικές αντιδράσεις
Το άτομο που έρχεται αντιμέτωπο με την υπογονιμότητα μπορεί να βιώνει έντονη θλίψη, ματαίωση και θυμό αλλά και άγχος και ανησυχία για την έκβαση της προσπάθειάς του για την απόκτηση παιδιού. Συχνά, το άτομο μπορεί να βιώνει κρίση στην αυτοεκτίμησή του, ενοχή ή ντροπή, καθώς ερμηνεύει τη δυσκολία σαν ένα προσωπικό έλλειμα ή αισθάνεται υπεύθυνο για τη μη ικανοποίηση της επιθυμίας του/της συντρόφου του για την απόκτηση παιδιού. Το άτομο μπορεί να κατηγορεί τον εαυτό του, να αναρωτιέται με αγωνία μήπως κάποιες συνήθειές του προκάλεσαν ή επηρέασαν το πρόβλημα της γονιμότητας και να αισθάνεται ενοχή που επιβαρύνει τον/την σύντροφό του.
Η απελπισία, η αβοηθητότητα και η αίσθηση απώλειας ελέγχου αναφέρονται πολύ συχνά στη θεραπευτική διαδικασία, καθώς το άτομο αισθάνεται αδύναμο να ανατρέψει την πραγματικότητα της δυσκολίας αυτής και βιώνει ένα αβέβαιο μέλλον. Όταν, μάλιστα, η αιτία του προβλήματος δεν είναι σαφής, η αίσθηση αβοηθητότητας, η απελπισία και η αυτό-κατηγορία μπορεί να είναι ακόμη πιο έντονες. Καθώς δεν μπορεί να απαντηθεί το «γιατί», το άτομο νιώθει ένοχο και ανεπαρκές ή, αντίθετα, θυμώνει και κατηγορεί το ιατρικό προσωπικό, μπαίνοντας συχνά σε μια αμυντική άρνηση του προβλήματος.
Το άτομο ή το ζευγάρι που έχει να διαχειριστεί εμπόδια και δυσκολίες στην αναπαραγωγική διαδικασία μπορεί να αισθάνεται ζήλια, αδικία και θυμό όταν μαθαίνει ή βλέπει άλλους ανθρώπους να αποκτούν ή να μεγαλώνουν παιδί. Παρόλο που τα συναισθήματα αυτά είναι επώδυνα και συχνά βιώνονται με ενοχή, είναι σημαντικό να φυσιολογικοποιηθούν καθώς ο φθόνος αποτελεί δείκτη της επιθυμίας τους και ο θυμός τους αντιπροσωπεύει τη διαμαρτυρία τους για τη μη ικανοποίηση αυτής της επιθυμίας.
Ακόμη, το άτομο ή το ζευγάρι μπορεί να πενθούν την απώλεια της οικογένειας που προσδοκούν να δημιουργήσουν ή να βιώνουν επαναλαμβανόμενες απώλειες κατά τη διάρκεια των θεραπειών που οδηγούν σε αποτυχημένη προσπάθεια σύλληψης ή σε διακοπή της κύησης. Οι απώλειες αυτές χαρακτηρίζονται ως «παραγνωρισμένες απώλειες» καθώς η κοινωνία δεν τις αναγνωρίζει ως απώλεια με την έννοια του θανάτου ενός αγαπημένου. Όμως, οι απώλειες αυτές μπορούν να πυροδοτήσουν έντονη θλίψη και αντιδράσεις πένθους στα άτομα που τις βιώνουν, συχνά στερούμενα την υποστήριξη από το περιβάλλον τους όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση θανάτου ενός αγαπημένου.
Σχέσεις με τους άλλους
Συχνά, τα άτομα με δυσκολίες υπογονιμότητας υποφέρουν σιωπηλά. Η αίσθηση ντροπής, η απόσυρση που έρχεται ως αποτέλεσμα της έντονης θλίψης τους, καθώς και η δυσκολία τους να διαχειριστούν τις ανησυχίες και τις πιέσεις του περιβάλλοντος αλλά και να μιλήσουν ανοιχτά για το θέμα της υπογονιμότητας, μπορούν να τους κάνουν να νιώθουν απομονωμένοι και μόνοι. Το ζευγάρι συχνά αποκρύπτει το πρόβλημα και παίρνει απόσταση από επώδυνες συναντήσεις με την οικογένεια ή το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.
Σχέσεις με τον/την σύντροφο
Η αποξένωση μπορεί να πλήξει και το ίδιο το ζευγάρι. Οι σύντροφοι μπορεί να δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν τα επώδυνα συναισθήματα τους και να αισθάνονται αποσυνδεδεμένοι. Τα αρνητικά συναισθήματα συνοδεύονται από μειωμένη ή ελλιπή ερωτική επιθυμία αλλά και ο συχνός καταναγκασμός στη σεξουαλική επαφή κατά τις γόνιμες μέρες ή σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού έρχεται να επιδράσει δυσχερώς στη σεξουαλική ζωή του ζευγαριού. Η σεξουαλική επαφή δεν είναι πια μια εμπειρίας απόλαυσης, σύνδεσης και κοντινότητας αλλά αποκτά μια καταναγκαστική λειτουργία με αυτοσκοπό τη σύλληψη. Συνοδεύεται συχνά από έντονο άγχος, το βάρος της αποτυχίας και την υπενθύμισης της απώλειας. Αυτό οδηγεί σε μείωση ή απώλεια της ευχαρίστησης και της επιθυμίας. Μάλιστα, το ζευγάρι μπορεί να αποφεύγει τη σεξουαλική συνεύρεση, για να αποφύγει την έκθεση στα δύσκολα αυτά συναισθήματα, μπαίνοντας έτσι σε ένα φαύλο κύκλος ανησυχίας, αποφυγής και ματαίωσης.
Όταν η αιτία της υπογονιμότητας έχει εντοπιστεί σε έναν από τους δύο συντρόφους, το άτομο αυτό μπορεί να συνδέσει το πρόβλημα της υπογονιμότητας με τη σεξουαλική του ταυτότητα, πλήττοντας την αίσθηση αυτοεκτίμησης του. Το υπογόνιμο άτομο μπορεί να αισθάνεται ασυνείδητα ότι δεν αξίζει την απόλαυση και ευχαρίστηση της σεξουαλικής επαφής, λόγω της αδυναμίας τεκνοποίησης ή λόγω του πόνου που σκέφτεται πως προκαλεί στον/στη σύντροφό του. Η δυσκολία στη σεξουαλική επαφή του ζευγαριού μπορεί να επιφέρει ακόμα και σεξουαλική δυσλειτουργία (διαταραχή στύσης, εκσπερμάτισης, οργασμού, πόνου κατά την επαφή, κλπ.). Τέλος, η επαφή μπορεί να απουσιάζει τελείως στη ζωή του ζευγαριού, ιδιαίτερα όταν η προσπάθεια σύλληψης γίνεται με άλλα μέσα.
Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να αναφερθούν και οι θετικές επιπτώσεις που φαίνεται να εμφανίζονται στη σχέση πολλών ζευγαριών που καλούνται να διαχειριστούν τα εμπόδια της υπογονιμότητας. Η ταραχώδης αυτή περίοδος που βιώνεται ως κρίση στην κοινή ζωή τους μπορεί, εάν δουλευτεί σωστά, να ενδυναμώσει το ζευγάρι. Οι σύντροφοι μπορεί να βιώσουν μια πιο βαθιά σύνδεση, και να αρχίζουν να εκφράζουν έντονα συναισθήματα αγάπης και ευγνωμοσύνης ο ένας προς τον άλλον για τη στάση τους και την αλληλο-υποστήριξη τους.
Ψυχολογικές επιπτώσεις κατά τη θεραπεία υπογονιμότητας
Παρ’ όλου που η μακρόχρονη υπογονιμότητα φαίνεται να επιφέρει έντονη ανησυχία και οδύνη, πρέπει να αναφερθεί ότι και η ίδια η θεραπεία της υπογονιμότητας δημιουργεί υψηλά επίπεδα άγχους, ψυχικής κόπωσης και εξάντλησης. Κατά τη διαδικασία αυτή, το ζευγάρι περνά από διάφορες εξετάσεις και, ανάλογα με τα ευρήματα και τις διαθέσιμες επιλογές, σχεδιάζεται μία θεραπεία, όπου ακολουθούνται διάφορες διαδικασίες και μέθοδοι ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, όπως η εξωσωματική γονιμοποίηση, η χρήση δανεικού γενετικού υλικού, κλπ.
Η θεραπεία της υπογονιμότητας είναι συχνά μακρόχρονη, επεμβατική στο σώμα, κοπιαστική, και συνήθως κοστοβόρα. Επίσης, δεν ακολουθεί συνήθως μια ευθεία, προδιαγραμμένη πορεία, αλλά έχει αλλαγές στα πλάνα, σκαμπανεβάσματα και μεταπτώσεις της διάθεσης. Μάλιστα, η συναισθηματική κατάσταση κατά την εξωσωματική γονιμοποίηση έχει χαρακτηριστεί ως ένα συναισθηματικό τρενάκι του λούνα-παρκ, ένα «roller-coaster» ελπίδας και απελπισίας με τακτική εναλλαγή ακραίων συναισθημάτων. Πολλά υπογόνιμα ζευγάρια περιγράφουν κύκλους όπου μία περίοδος ανυπομονησίας, ελπίδας και ενθουσιασμού (που συχνά χαρακτηρίζεται από υπερ-αισιόδοξες, μη ρεαλιστικές προσδοκίες), διαδέχεται ένα πλατώ έντονης ανησυχίας και αναμονής των αποτελεσμάτων της θεραπείας, οπού στην περίπτωση μη επίτευξης του στόχου, ακολουθείται από απογοήτευση, απελπισία και πένθος.
Κατά την ψυχικά επώδυνη αυτή κατάσταση, το ζευγάρι έχει να διαχειριστεί επιπρόσθετες πιέσεις, όπως η πρακτική και οικονομική διαχείριση των θεραπειών υπογονιμότητας. Αυτό συχνά επιφέρει ανασφάλεια αλλά και ένταση μεταξύ τους, ειδικά αν οι απόψεις τους για την επιλογή των θεραπειών ή τον χρόνο και τα χρήματα που επιθυμούν να επενδύσουν στις διάφορες θεραπείες δεν συμβαδίζουν.
Ψυχολογική Υποστήριξη στα άτομα με δυσκολίες υπογονιμότητας
Ο ρόλος της ψυχολογικής υποστήριξης κατά τη διάρκεια της θεραπείας υπογονιμότητας έχει στόχο να στηρίξει το άτομο ή το ζευγάρι στη διαχείριση των συναισθηματικών προκλήσεων της υπογονιμότητας και της διαδικασίας υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Αρχικά, τα άτομα αυτά έχουν ανάγκη να ενημερωθούν και να γνωρίζουν τις συναισθηματικές προεκτάσεις καθώς και τις πιθανότητες εκδήλωσης υψηλών επιπέδων άγχους και καταθλιπτικόμορφων συναισθημάτων καθ’ όλη την πορεία αυτή. Τα συναισθήματα αυτά πρέπει να αναγνωριστούν και να φυσιολογικοποιηθούν.
Μέσα από την επαφή με τον ειδικό ψυχικής υγείας, τα άτομα θα υποστηριχθούν ώστε να αντέξουν και αποδεχτούν τη δυσκολία της υπογονιμότητας και να επεξεργαστούν τις πιθανές επιπτώσεις των θεραπειών τους. Τα άτομα θα μπορέσουν να εξετάσουν τις ανησυχίες και τους φόβους τους για την έναρξη των θεραπειών ή για την επιλογή των μεθόδων θεραπείας. Επιλογές όπως η απόφαση να χρησιμοποιηθεί δανεικό γενετικό υλικό έχουν συνήθως σημαντικές ψυχολογικές συνιστώσες που θα ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμο να προσεγγιστούν μέσα σε ένα πλαίσιο ασφάλειας και εμπιστοσύνης.
Ο ειδικός ψυχικής υγείας θα διευκολύνει το άτομο ή το ζευγάρι να επεξεργαστούν το άγχος τους για την έκβαση της προσπάθειας και τα συναισθήματα αποτυχίας και απώλειας, την ενοχή και αίσθηση ευθύνης τους. Το στρες μαζί με άλλους φυσικά παράγοντες (μέσα σε ένα πολύ-παραγοντικό μοντέλο αιτιών) ενδέχεται να επηρεάσουν την αναπαραγωγική διαδικασία, δημιουργώντας διαταραχές της εμμήνου ρύσεως, ακόμα και αμηνόρροια (απουσία περιόδου) στη γυναίκα ή προβλήματα σπέρματος στον άντρα, μειώνοντας τις πιθανότητες εμφύτευσης, ή αυξάνοντας τις πιθανότητες αποβολής. Ανεξάρτητα, όμως, με το εάν το στρες επηρεάζει την αναπαραγωγική λειτουργία (οι διάφορες έρευνες παρουσιάζουν διαφορετικά συμπεράσματα σχετικά με τον ρόλο του στρες στην αναπαραγωγική ικανότητα), η λειτουργική διαχείριση του στρες, μέσα από διάφορες μεθόδους, είναι ένα ακόμη σημαντική φροντίδα κατά την πορεία αυτή.
Επιπρόσθετα, η ψυχοθεραπευτική προσέγγιση του υπογόνιμου ατόμου ή ζευγαριού θα προσεγγίσει τους ψυχολογικούς και σχεσιακούς παράγοντες που δυνητικά επηρεάζουν τη δυνατότητας σύλληψης. Η ψυχοθεραπευτική προσέγγιση θα τους επιτρέψει να επεξεργαστούν τυχόν ασυνείδητους φόβους γύρω από τη μητρότητα ή πατρότητα, παρά την συνειδητή επιθυμία τους για τον ερχομό του μωρού, που συνδέονται συνήθως με τη δική τους εμπειρία μεγαλώματος ως παιδιά και τη σχέση με την πατρική τους οικογένεια. Η ψυχοθεραπεία μπορεί, ακόμη, να διευκολύνει την επεξεργασία των ματαιωμένων προσδοκιών -οι προηγούμενες αποτυχίες μπορεί να βιώνονται τραυματικά και επώδυνα-, αλλά και τις δυσκολίες στη σχέση τους με τον/την σύντροφο, το σώμα τους, τη σεξουαλικότητας τους που λειτουργούν εμποδιστικά στην προσπάθειά τους.
Η σχέση του ζευγαριού απαιτεί επίσης φροντίδα. Σε κοινές συναντήσεις, ο κάθε σύντροφος θα διευκολυνθεί να επικοινωνήσει ανοιχτά τα συναισθήματα, τις ανησυχίες και τις προσδοκίες του αναφορικά με τη δυσκολία της υπογονιμότητας και τους μεθόδους απόκρισης σε αυτή, αλλά και την ίδια τη σχέση τους. Μέσα από τις συναντήσεις αυτές, οι σύντροφοι θα μπορέσουν να κατανοήσουν την αλήθεια του συντρόφου τους, ακόμα κι αν αισθάνονται ότι βιώνουν διαφορετικά κάποιες πλευρές της εμπειρίας αυτής, γεγονός που αν μείνει ανεπεξέργαστο μπορεί να οδηγήσει σε θυμό και αποσύνδεση στο ζευγάρι.
Είναι σημαντικό το ζευγάρι να νιώσει ότι είναι μαζί στη δυσκολία αυτή, ακόμα κι αν συναισθηματικά βιώνουν ή αντιδρούν διαφορετικά στην κατάσταση αυτή. Για παράδειγμα, οι γυναίκες συχνά εκφράζουν εντονότερο άγχος και ανασφάλεια για την έκβαση της θεραπείας ενώ οι άντρες μπορεί να παρουσιάζονται πιο κλειστοί στην έκφραση των αρνητικών τους συναισθημάτων (συχνά σκεπτόμενοι ότι πρέπει να στηρίξουν τη σύντροφό τους) ή να ασχολούνται περισσότερο με τις πρακτικές και οικονομικές ανησυχίες της περιόδου αυτής.
Συχνά, κατά την κρίση αυτή, οι σύντροφοι μπορεί να θυμώνουν και να αποδίδουν ευθύνες στον/στην σύντροφό τους, κατηγορώντας τον/την για έλλειψη ενδιαφέροντος ή κατανόησης. Οι αλληλοκατηγορίες πληγώνουν τη σχέση και αποσυνδέουν τους συντρόφους. Είναι σημαντικό να μάθουν οι σύντροφοι πιο λειτουργικούς τρόπους επικοινωνίας. Η μπλοκαρισμένη επικοινωνία και σύνδεση του ζευγαριού, η οποία αφορά επίσης τη σεξουαλική επαφή και την εγγύτητα μεταξύ τους δυσχεραίνουν το άνοιγμα του ζευγαριού στην επιθυμία της απόκτησης ενός μωρού.
Με σεβασμό και κατανόηση στην οπτική και στον τρόπο αντίδρασης του καθενός, το ζευγάρι μπορεί να χτίσει μια ανοιχτή επικοινωνία και συναισθηματική κοντινότητα. Είναι εξίσου σημαντικό το ζευγάρι να δημιουργήσει και να επιτρέψει να υπάρχει χώρος για απόλαυση στη σχέση τους. Ο ειδικός θα υποστηρίξει επίσης το άτομο στο να διαχειριστεί δυσκολίες στις σχέσεις του με την οικογένεια και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, να οριοθετήσει σχέσεις που το δυσκολεύουν, και να επιλέξει τους «συμμάχους» του, χαρτογραφώντας το -τόσο σημαντικό για εκείνη την περίοδο- υποστηρικτικό του δίκτυο.
Μέσα από τις συναντήσεις με ειδικό ψυχικής υγείας, και οι δύο σύντροφοι μπορούν επίσης να επεξεργαστούν, μέσα τους αλλά και με τον σύντροφό τους, το πόσο αντέχουν -συναισθηματικά, οικονομικά, σωματικά- να επενδύσουν στις προσπάθειες γονιμοποίησης και να καταλήξουν με σεβασμό και έγνοια για τον εαυτό τους αλλά και τον/την σύντροφο σε μία απόφαση.
Πέρα από τις ατομικές συναντήσεις ή τις συναντήσεις του ζευγαριού, οι ομάδες υποστήριξης στις οποίες συμμετέχουν ζευγάρια που μοιράζονται την κοινή δυσκολία της υπογονιμότητας και συντονίζονται από τον ειδικό, μπορεί να μειώσουν την αίσθηση απομόνωσης του ζευγαριού, να βοηθήσουν στη φυσιολογικοποίηση των δύσκολων συναισθημάτων και να επιτρέψουν το άνοιγμα, την έκφραση, το μοίρασμα.
Το τέλος της πορείας αυτής
Το τέλος του ταξιδιού της υπογονιμότητας και των προσπαθειών απάντησης σε αυτή, μπορεί να έχει διαφορετικές εκβάσεις για το κάθε άτομο ή ζευγάρι. Συχνά, το τέλος έρχεται με την απόκτηση του πολυπόθητου παιδιού, βιολογικού ή μη, μέσα από τις διάφορες δυνατότητες που υπάρχουν. Στόχος της ψυχολογικής συνοδείας του ατόμου ή του ζευγαριού είναι να διευκολύνει τον καθέναν να συνειδητοποιήσει τις επιθυμίες και τους στόχους του. Να αντέξει τις ματαιώσεις των ιδανικών του. Να διαχειριστεί την πρόκληση αυτή, με μια ανοιχτή σκέψη και ψυχή στις ευκαιρίες εμβάθυνσης της σχέσης με τον εαυτό και τον άλλον. Και να φτάσει στη λύση της δυσκολίας, όποια κι αν είναι αυτή, με αποδοχή και συνειδητότητα.
Στόχος είναι το τέλος σ΄ αυτό το ταξίδι να συνοδεύεται από μια γόνιμη συνειδητοποίηση, γεμάτη νόημα και επιθυμία για τη συνέχιση της πορείας της ζωής.
Επιμέλεια κειμένου:
Φανή Χονδρού
Ψυχολόγος – CBT Ψυχοθεραπεύτρια, PhD, MSc