Πολύ συχνά οι ψυχοθεραπευτές/-τριες και οι ερευνητές/-τριες της επιστήμης της ψυχολογίας καλούνται να απαντήσουν στο τι τελικά κάνει μία θεραπευτική διαδικασία επιτυχημένη και πρόσφορη. Στο κέντρο των μελετών γύρω από το θέμα παραμένει ως και σήμερα η θεραπευτική σχέση ως προβλεπτικός παράγοντας επιτυχίας κάθε θεραπευτικής διαδικασίας ανεξάρτητα από τη θεραπευτική μέθοδο που ακολουθείται. Όπως έχει επισημάνει ο Carl Rogers (1961), «Η ουσία της θεραπευτικής σχέσης είναι η αναγνώριση και η αποδοχή του άλλου όπως είναι». Αυτή η παραδοχή είναι ο θεμέλιος λίθος που επιτρέπει στους/στις θεραπευόμενους/-ες να ανοίξουν την ψυχή τους και να αρχίσουν το ταξίδι της αυτογνωσίας. Αυτή η παραδοχή είναι ουσιαστική, καθώς δημιουργεί το πλαίσιο για μια ειλικρινή και ανοιχτή αλληλεπίδραση, όπου οι θεραπευόμενοι/-ες αισθάνονται ασφαλείς να εξερευνήσουν τις πιο ευαίσθητες πτυχές του εαυτού τους. Αυτή η ιδιαίτερη λοιπόν σύνδεση ανάμεσα στον/στην θεραπευτή/-τρια και τον/την θεραπευόμενο/-η δεν είναι απλώς μια επαγγελματική αλληλεπίδραση, αλλά μια σχέση γεμάτη συναισθήματα, εμπιστοσύνη και κατανόηση.
Ένας από τους πιο εμβληματικούς ερευνητές, ο John Norcross, σε μια μετα-ανάλυση που δημοσιεύτηκε το 2011, υπογράμμισε ότι η θεραπευτική σχέση είναι ένας από τους πιο ισχυρούς προβλεπτικούς παράγοντες θεραπευτικής επιτυχίας. Πιο συγκεκριμένα, τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν ότι η ποιότητα της σχέσης μπορεί να προβλέψει έως και το 30% των αποτελεσμάτων της θεραπείας.
Αντίστοιχα, ο Lambert και οι συνεργάτες του (2010) επισημαίνουν ότι περίπου το 40% της θεραπευτικής αλλαγής σχετίζεται με την ποιότητα της θεραπευτικής σχέσης, ενώ άλλοι παράγοντες, όπως το είδος της θεραπευτικής μεθόδου, συμβάλλουν λιγότερο στη θεραπευτική επιτυχία. Η έρευνα αυτή είναι ιδιαιτέρως σημαντική διότι πέρα από την ανάδειξη της σημασίας της θεραπευτικής σχέσης, διερεύνησε και τους παράγοντες που κάνουν μία θεραπευτική σχέση επιτυχημένη, διευρύνοντας το επιστημονικό πεδίο της ψυχοθεραπείας περαιτέρω αλλά και την άσκηση της ψυχοθεραπείας. Εν συντομία, η έρευνα υπογράμμισε πως οι πιο σημαντικοί παράγοντες που συμβάλλουν σε μία ουσιαστική και επιτυχημένη θεραπευτική σχέση είναι η εμπιστοσύνη, η ενσυναίσθηση, η συγκίνηση, η δέσμευση, η επικοινωνία, η συνεργασία, η αυθεντικότητα, η προσωπική χημεία, ο επαγγελματισμός του/της θεραπευτή/-τριας, η κατάρτιση του/της θεραπευτή/-τριας, η διαχείριση των προσδοκιών του/της θεραπευόμενου/-ης σε ρεαλιστικό επίπεδο, και η ανατροφοδότηση, δηλαδή η ανά τακτά διαστήματα συζήτηση για την πρόοδο της διαδικασίας και την ποιότητα της σχέσης. Τα τέσσερα τελευταία έχουν να κάνουν με την επαρκή εκπαίδευση του/της θεραπευτή/-τριας και κατ’ επέκταση την τήρηση των κανόνων καλής πρακτικής. Οι υπόλοιποι παράγοντες ωστόσο αφορούν τη θεραπευτική σχέση αμιγώς και το κατά πόσο είναι η ίδια από μόνη της ένα πεδίο αλλαγής και θεραπείας για τον/την θεραπευόμενο/-η.
Η εμπιστοσύνη αφορά τη δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος όπου ο/η θεραπευόμενος/-η μπορεί να μοιραστεί τις σκέψεις και τα συναισθήματά του ελεύθερα και ανοιχτά. Όταν ο/η θεραπευτής/-τρια δείχνει ειλικρίνεια ο/η ίδιος/-ια αλλά και σταθερότητα, ενισχύεται η εμπιστοσύνη, επιτρέποντας στον/στην θεραπευόμενο/-η να ανοιχτεί περισσότερο. Η εμπιστοσύνη αλλωστε είναι η βάση κάθε σχέσης και συνεπώς στην ψυχοθεραπευτική σχέση, αυτή η διάσταση αποκτά ακόμη μεγαλύτερη ένταση.
Η ενεργητική ακρόαση αφορά την ικανότητα του/της θεραπευτή/-τριας να ακούει προσεκτικά τις σκέψεις και να τα συναισθήματα του/της θεραπευόμενου/-ης, δίνοντας χώρο να εκφραστούν χωρίς περιορισμούς. Η ενεργητική ακρόαση δεν είναι απλώς μια τεχνική, αλλά μια βαθιά διαδικασία που απαιτεί προσοχή και ενσυναίσθηση.
Η ενσυναίσθηση αφορά την ικανότητα του/της θεραπευτή/-τριας να αγκαλιάζει τα συναισθήματα του/της θεραπευόμενου/-ης, προσφέροντας έτσι μια αίσθηση βαθιάς κατανόησης και υποστήριξης. Η ενσυναίσθηση ενισχύει την αίσθηση του/της θεραπευόμενου/-ης ότι δεν είναι μόνος/-η στα προβλήματά του/της και ότι υπάρχει κάποιος/-οια που πραγματικά κατανοεί τη θέση του.
Η αυθεντικότητα του/της θεραπευτή/-τριας, ενισχύει την εμπιστοσύνη και τη σύνδεση. Όταν οι θεραπευτές/-τριες είναι ειλικρινείς σχετικά με τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, δημιουργούν ένα κλίμα στο οποίο οι θεραπευόμενοι/-ες αισθάνονται ελεύθεροι/-ες να είναι αυθεντικοί/-ες και αυτοί/-ες.
Σήμερα, βλέπουμε συχνά να δίνεται μία έμφαση στη μέθοδο ως παράγοντα επιτυχίας της θεραπείας. Προφανώς υπάρχουν μέθοδοι που ταιριάζουν καλύτερα σε συγκεκριμένα αιτήματα και σε συγκεκριμένες φάσεις ζωής. Εντούτοις, δε θα πρέπει αυτή η προτίμηση να γίνεται το επίκεντρο και ο φορέας της αλλαγής αφαιρώντας από την ουσία της διαδικασίας διότι αυτό ελλοχεύει κινδύνους και απογοητεύσεις σε βάρος του ίδιου του/της θεραπευόμενου/-ης. Όπως σημειώνει ο διάσημος υπαρξιακός ψυχοθεραπευτής Irvin D. Yalom (1995), «Η θεραπεία δεν είναι τόσο το πώς, αλλά με ποιον».
Το συνθετικό μοντέλο στη θεραπεία αναγνωρίζει την πολυεπίπεδη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης και τη σημασία της προσαρμοστικότητας των θεραπευτών/-τριων. Συνδυάζει στοιχεία από διάφορες θεραπευτικές προσεγγίσεις, δίνοντας έμφαση στη θεραπευτική σχέση. Όπως υπογραμμίζει ο Ken Wilber (2000), «Η αληθινή κατανόηση της ψυχολογίας απαιτεί τη σύνθεση διαφόρων προσεγγίσεων και την αναγνώριση της σημασίας της ανθρώπινης σύνδεσης». Στο συνθετικό μοντέλο, οι θεραπευτές/-τριες προσαρμόζονται με μεγαλύτερη ευελιξία και ειλικρίνεια στις ατομικές ανάγκες των θεραπευόμενων αναγνωρίζοντας τη δυναμικότητα της θεραπευτική διαδικασίας.
Η θεραπευτική σχέση λοιπόν δεν είναι απλώς ένα εργαλείο, αλλά το πιο ουσιώδες στοιχείο της ψυχοθεραπείας. Η ικανότητα του/της θεραπευτή/-τριας να δημιουργήσει ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης και αποδοχής μπορεί να έχει δραματική επίδραση στη ζωή των θεραπευόμενων.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
- Lambert, M. J. (2010). Helping people change: A three-phase model of therapy. American Psychological Association.
- May, R. (1975). Love and will. Delta.
- Norcross, J. C. (2011). Psychotherapy relationships that work: Evidence-based responsiveness. Oxford University Press.
- Rogers, C. R. (1961). On becoming a person: A therapist’s view of psychotherapy. Houghton Mifflin.
- Wampold, B. E., & Imel, Z. E. (2015). The great psychotherapy debate: The evidence for what makes psychotherapy work. Routledge.
- Wilber, K. (2000). A theory of everything: An integral vision for business, politics, science, and spirituality. Shambhala Publications.
- Yalom, I. D. (1995). The theory and practice of group psychotherapy. Basic Books.
Επιμέλεια άρθρου:
Φρόσω Φωτεινάκη
Ψυχολόγος & Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια
Συγγραφή άρθρου:
Mαρίνα Βεργοπούλου
Ψυχολόγος & Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια