Τα προβλήματα ψυχικής υγείας απασχολούν όλο και περισσότερους ανθρώπους κάθε χρόνο. Περιβαλλοντικοί παράγοντες όπως οι όλο και αυξανόμενες εξωτερικές απαιτήσεις, οι οικονομικές δυσκολίες, η «κρίση» στις διαπροσωπικές σχέσεις σε συνδυασμό με τις συχνά όχι επαρκείς δεξιότητες διαχείρισης των καταστάσεων αυτών και την μειωμένη ψυχική ανθεκτικότητα, καθιστούν την εμφάνιση ψυχοπαθολογικών εκδηλώσεων όπως οι αγχώδεις και οι καταθλιπτικές διαταραχές ιδιαίτερα συχνή. Η αναγκαιότητα για παρεμβάσεις τόσο σε «κρίσιμες» για το άτομο περιόδους αλλά ακόμη περισσότερο σε επίπεδο πρόληψης και καλλιέργειας της συναισθηματικής ανθεκτικότητας, γίνεται όλο και πιο έντονη τα τελευταία έτη. Οι σύγχρονες μέθοδοι ψυχοθεραπείας δίνουν έμφαση στην προσωπική ενδυνάμωση, στην αυτοδιαχείριση των δύσκολων για το άτομο καταστάσεων, ενδυναμώνοντας το μέσα από μία διαδρομή αυτογνωσίας, επαφής με βιώματα συχνά επίπονα, αξιοποίησης και «ανεφοδιασμού» τελικά των προσωπικών του αποθεμάτων. Μέσα από την θεραπεία το άτομο αποκτά εργαλεία, τα οποία λειτουργούν ως «ασπίδα» προστασίας στα εμπόδια που θα προκύψουν στην μετέπειτα διαδρομή του. Η προσωπική εργαλειοθήκη όμως στην πραγματικότητα μπορεί να συμπεριλάβει όχι μόνο εσωτερικής προέλευσης εργαλεία. Κάθε άνθρωπος αποτελεί μέρος ενός συστήματος και άρα το επηρεάζει και επηρεάζεται από αυτό. Κάθε είδους σχέση (οικογενειακή, επαγγελματική, φιλική, συντροφική) μπορεί να λειτουργήσει εξίσου βοηθητικά και επουλωτικά εφόσον έχει γερά θεμέλια και επιτρέπει στο άτομο να είναι αυθεντικό, εκφράζοντας χωρίς φόβο κάθε πτυχή του εαυτού του. Ένα ακόμη και συχνά παραγκωνισμένο είδος σχέσης, είναι αυτό που αναπτύσσει κανείς με το κατοικίδιο του. Αν και δεν έχει ερευνηθεί εκτενώς το πεδίο αυτό, οι μελέτες κατά βάση συγκλίνουν ως προς την θετική επιρροή των κατοικιδίων στην ψυχική υγεία.
Οι τρόποι με τους οποίους επωφελούνται οι άνθρωποι μέσα από την σχέση που διαμορφώνουν με το κατοικίδιο τους είναι πολλοί. Αρχικά αποτελούν μία ασφαλή βάση, παρέχοντας συστηματικά και άνευ όρων την αγάπη και την αφοσίωση τους. Ενστικτωδώς μπορούν και αντιλαμβάνονται πότε ο άνθρωπος τους βιώνει στρες, λύπη και αντίστοιχα χαρά και ενθουσιασμό. Συχνά και η δική τους συμπεριφορά συντονίζεται με την δική του διάθεση, αποδεικνύοντας πόσο ευαίσθητες είναι οι «κεραίες» τους στα συναισθηματικά σήματα. Παράλληλα το αίσθημα μοναξιάς ιδίως για όλους εκείνους που ζουν μόνοι μειώνεται, καθώς υπάρχει διαρκώς μία σύνδεση αλλά και μία προσδοκία σύνδεσης τις ώρες εκείνες που απουσιάζουν από το σπίτι τους. Μέσα από την φροντίδα, την περιποίηση και την στοργή, προστίθεται νόημα στην ζωή του ατόμου και το ίδιο διαμορφώνει μία ταυτότητα που συχνά δεν είναι εμφανής στους γύρω όπως θα συζητηθεί παρακάτω. Για τους ανθρώπους εκείνους που αντιμετωπίζουν ψυχιατρικές δυσκολίες ή και διανύουν μία επίπονη συναισθηματικά περίοδο, η ενασχόληση με το κατοικίδιο μπορεί να λειτουργήσει ως «απόσπαση» από τα δυσάρεστα συμπτώματα, με την μετατόπιση της προσοχής στην ανατροφή του να ενισχύει την ελπίδα για το μέλλον, δημιουργώντας ευκαιρίες για θέαση του εαυτού υπό ένα διαφορετικό πρίσμα. Στις περιπτώσεις ανθρώπων με Μετατραυματική Διαταραχή Στρες (PTSD), τα οφέλη των ζώων συντροφιάς έχουν μελετηθεί αρκετά και έχει βρεθεί ότι η παρουσία τους δημιουργεί σταθερά ένα αίσθημα ασφάλειας που είναι απαραίτητο λόγω του τραυματικού χαρακτήρα των βιωμάτων τους. Σημαντικό να αναφερθεί ότι η επιλογή ένταξης ενός κατοικιδίου (συνειρμικά αναφέρομαι στους σκύλους και στις γάτες, χωρίς να αποκλείονται και άλλα) στην ζωή του ατόμου, διευκολύνει την σύνδεση με άλλους φροντιστές και ενδυναμώνει το αίσθημα του ανήκειν.
Παρόλο που όσα προαναφέρθηκαν αποτελούν μερικά μόνο από τα οφέλη της σχέσης αυτής, το κόστος -κυριολεκτικά και μεταφορικά- της συνύπαρξης με ένα κατοικίδιο είναι συχνά μεγάλο. Η φροντίδα του απαιτεί οικονομικούς πόρους και ακόμη περισσότερο στις περιπτώσεις που υπάρχει κάποια πάθηση που χρήζει ιδιαίτερης μεταχείρισης. Συχνά οι φροντιστές μπορεί να έρθουν αντιμέτωποι με αισθήματα ενοχής και ματαίωσης όταν θεωρούν ότι δεν παρέχουν την «κατάλληλη» υποστήριξη ή βλέπουν ότι δεν υπάρχει βελτίωση στην υγεία ή και στην συμπεριφορά του κατοικιδίου τους. Η απώλεια του ωστόσο, είτε λόγω γήρατος είτε πρόωρη αν είναι αποτέλεσμα κάποιας ασθένειας, αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που καλείται να αντιμετωπίσει ένας φροντιστής. Η φυσιολογική διεργασία του πένθους δεν αφορά μόνο την απώλεια προσώπων. Πένθος δύναται να βιώσει κανείς και έπειτα από την απώλεια του κατοικιδίου του και αυτή η διαδικασία είναι πολύ προσωπική και χρήζει αντίστοιχης προσοχής και σεβασμού.
Όλοι θα έχουμε παρατηρήσει ότι το είδος της σχέσης που διαμορφώνει κανείς με ένα κατοικίδιο δεν είναι το ίδιο. Αρχικά, παρατηρούνται ομοιότητες ανάμεσα σε μία διαπροσωπική σχέση π.χ. γονέα παιδιού και στην σχέση μεταξύ φροντιστή και κατοικιδίου, από την άποψη ότι και στις δύο περιπτώσεις η επιβίωση και η ανάπτυξη του ενός εξαρτάται ως επί το πλείστον από τις ενέργειες του άλλου. Στοιχεία που χαρακτηρίζουν λοιπόν τις ανθρώπινες σχέσεις όπως συμπεριφορές που αποσκοπούν στην φροντίδα αλλά και οι αντιδράσεις πένθους σε περίπτωση απώλειας, είναι στοιχεία που συναντάμε εξίσου στις σχέσεις ανθρώπου – κατοικιδίου.
Πολλοί ερευνητές λοιπόν, στράφηκαν στην μελέτη της σχέσης που αναπτύσσουν τα άτομα με τα ζώα συντροφιάς, υπό το πρίσμα της θεωρίας δεσμού που αναπτύχθηκε από τον Bowlby. Σύμφωνα με αυτή, ο άνθρωπος όπως και τα υπόλοιπα θηλαστικά, διαθέτει έμφυτο ένα ρεπερτόριο συμπεριφορών που του επιτρέπει να αντιδρά στα περιβαλλοντικά ερεθίσματα ήδη από τις πρώτες μέρες της ζωής του, προσπαθώντας να διατηρήσει την εγγύτητα με τον φροντιστή του. Καθώς η επιβίωση του εξαρτάται εξ’ολοκλήρου από αυτόν, το βρέφος αλληλεπιδρά μαζί του εκπέμποντας μηνύματα που αντικατοπτρίζουν τις ανάγκες του (π.χ. πείνα). Ο βαθμός στον οποίο ο φροντιστής αναγνωρίζει και ανταποκρίνεται κατάλληλα στις ανάγκες αυτές, συμβάλλει στην διαμόρφωση εσωτερικών αναπαραστάσεων σχετικά με την ασφάλεια, την εμπιστοσύνη και την ικανότητα για συναισθηματική αυτορρύθμιση. Όσο το παιδί μεγαλώνει, οι σχέσεις που δημιουργεί διευρύνονται πέραν του φροντιστή του, αποζητώντας ωστόσο μέσα από αυτές την κάλυψη βασικών αναγκών όπως η ασφάλεια, η φροντίδα, η στοργή, η εγγύτητα, η ανακούφιση από τα αρνητικά συναισθήματα κ.α. Η σχέση λοιπόν με το κατοικίδιο, όπως και οι υπόλοιπες σχέσεις, εξυπηρετεί την ικανοποίηση αυτών των πρωταρχικών μεν αλλά εξίσου σημαντικών και στην ενήλικη ζωή αναγκών.
Εν συντομία, οι άνθρωποι που ανέπτυξαν έναν «ασφαλή» τύπο δεσμού, συνήθως δέχτηκαν φροντίδα συντονισμένη με τις ανάγκες τους καθώς ο φροντιστής τους ήταν σε θέση να ανταποκριθεί με συνέπεια και σταθερότητα σε αυτές. Βιώνοντας την ασφάλεια αυτή, έμαθαν αργότερα να κατευνάζουν το αρνητικό τους συναίσθημα λειτουργικά, αποκαθιστώντας την εσωτερική τους ηρεμία. Ως σύντροφοι συνήθως επικοινωνούν ανοιχτά, δεν απομονώνονται, αναγνωρίζουν και ανταποκρίνονται στις ανάγκες του συντρόφου τους, δεν τους φοβίζει η οικειότητα και ρυθμίζουν αποτελεσματικά τα συναισθήματα τους.
Στην περίπτωση των ανθρώπων με «ανασφαλή» τύπο δεσμού, ο φροντιστής τους δεν ανταποκρίθηκε κατάλληλα στις πρωταρχικές αυτές ανάγκες, με αποτέλεσμα να χαραχτούν μέσα τους αναπαραστάσεις που επηρεάζουν αργότερα το σχετίζεσθαι. Για παράδειγμα άτομα με «αγχώδη» προσκόλληση, βρίσκονται διαρκώς σε επαγρύπνηση ώστε να εντοπίσουν καθετί «απειλητικό» για την σχέση τους, βιώνοντας έντονο άγχος και επιζητώντας με κάθε τρόπο να διατηρήσουν την εγγύτητα (π.χ. παραμέληση εαυτού, έλλειψη αυτονομίας, συνεχής έλεγχος του συντρόφου κ.α). Έρευνες έχουν δείξει ότι άνθρωποι που ανέπτυξαν αυτού του είδους την σχέση με τον φροντιστή τους, συχνά νιώθουν άγχος και ανασφάλεια σε σχέση με την ευημερία του κατοικιδίου τους ενώ παράλληλα έχουν αμφιβολίες για το πόσο επαρκείς είναι σε ό,τι αφορά την ανατροφή του.
Τα άτομα εκείνα που διαμόρφωσαν έναν «αποφευκτικό» τύπο δεσμού, πιθανότατα έπειτα από αδυναμία ή και αδιαφορία του φροντιστή να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους, βιώνουν αργότερα απειλητικά την εγγύτητα στις σχέσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση και απομόνωση τους προκειμένου να αντιμετωπίσουν αυτή την «επικίνδυνη» για εκείνους συνθήκη. Διατηρώντας αυτή την συναισθηματική απόσταση, καταφέρνουν να διαχειριστούν τα δυσφορικά τους συναισθήματα, αφού οι σημαντικοί άλλοι ήδη από την βρεφική ηλικία δεν ήταν σε θέση να τους ανακουφίσουν και να τους ηρεμήσουν. Στις σχέσεις τους συνήθως θα απομακρυνθούν όταν αισθανθούν ότι «εγκλωβίζονται», τότε που ο σύντροφος τους κατά την προσωπική τους εκτίμηση επιδιώκει περισσότερη εγγύτητα και σύνδεση από αυτή που οι ίδιοι μπορούν να αντέξουν. Στην περίπτωση αυτή, πολλές μελέτες έχουν καταλήξει στο ότι οι άνθρωποι με αυτόν τον τύπο προσκόλλησης, αναπτύσσουν με τα κατοικίδια τους έναν διαφορετικό τρόπο συσχέτισης από ότι με τους γύρω τους. Συγκεκριμένα επειδή δεν έρχονται αντιμέτωποι με προσπάθειες επιδίωξης μεγαλύτερης εγγύτητας, όπως θα συνέβαινε ίσως σε μία διαπροσωπική σχέση και δεν αισθάνονται «απειλή» αφού τα κατοικίδια χαρίζουν σταθερά αγάπη, χρησιμοποιούν την σχέση αυτή για την κάλυψη βασικών αναγκών όπως η σύνδεση και η ασφάλεια. Στην σχέση αυτή έχουν την δυνατότητα να είναι αυθεντικοί, να εκφράζουν τα συναισθήματα τους, να είναι δοτικοί και στοργικοί εισπράττοντας παράλληλα αφοσίωση και αγάπη από το κατοικίδιο τους, χωρίς να υπάρχει ο φόβος της απόρριψης και της ματαίωσης. Η προβλεψιμότητα και η αξιοπιστία που χαρακτηρίζει αυτού του είδους την σχέση, τους επιτρέπει τελικά να νιώθουν αποδεκτοί άνευ όρων, όπως είχαν την ανάγκη και ως παιδιά.
Χαρακτηριστικά μάλιστα κάποιοι ερευνητές έχουν αναφέρει πως φροντίζοντας τους τετράποδους φίλους μας, είναι σαν να «επουλώνουμε» τις πληγές των ελλιπώς φροντισμένων πτυχών του εαυτού μας.
Κλείνοντας, αν και οι μελέτες σχετικά με τον τύπο δεσμού που αναπτύσσουν οι άνθρωποι με τα πρώτα πρόσωπα φροντίδας και το πως αυτός επηρεάζει την ποιότητα της σχέσης που διαμορφώνουν με τα κατοικίδια τους είναι ακόμη σχετικά περιορισμένες, τα διαθέσιμα δεδομένα αφήνουν αδιαμφισβήτητα χώρο και τροφή για σκέψη. Η ανιδιοτελής αφοσίωση τους, ο αυθορμητισμός και οι καταπραϋντικές τους τελικά επιδράσεις, είναι εκεί να μας υπενθυμίσουν την αξία που έχουν τα μικρά πράγματα στη ζωή μας και να μας κάνουν να αναρωτηθούμε κατά πόσο μέσα από την καθημερινότητα και τις σχέσεις μας μπορούμε να είμαστε αυθεντικοί, κάνοντας χαρούμενο το «παιδί» που κρύβουμε μέσα μας!
Βιβλιογραφία
- Brooks, H. L., Rushton, K., Lovell, K., Bee, P., Walker, L., Grant, L., & Rogers, A. (2018). The power of support from companion animals for people living with mental health problems: A systematic review and narrative synthesis of the evidence. BMC psychiatry, 18, 1-12.
- Ciacchella, C., Veneziani, G., Garenna, S. A., & Lai, C. (2024). Interpersonal and pet bonding: A meta-analytic review of attachment dimensions. Journal of Social and Personal Relationships, 02654075241285440.
Επιμέλεια άρθρου:
Φρόσω Φωτεινάκη
Συμβουλευτική Ψυχολόγος & Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια
Συγγραφή άρθρου:
Κασσιανή Μουσά
Ψυχολόγος, MSc – Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Ψυχοθεραπεύτρια