Ο κλινικός Ψυχολόγος Thomas Gordon, που προτάθηκε για Νόμπελ Ειρήνης και διακρίθηκε για την επιστημονική του δουλειά στις σχέσεις γονιού-παιδιού, προσδιόρισε τα 12 εμπόδια επικοινωνίας που βάζουμε στην σχέση με τα παιδιά μας, απομακρύνοντάς τα από εμάς, κάνοντας τα να αισθάνονται μόνα και κλείνοντάς τα σταδιακά όλο και περισσότερο στον εαυτό τους. Στο άρθρο αυτό, θα δούμε κάποια από τα βασικά εμπόδια επικοινωνίας και θα εστιάσουμε στον τρόπο επικοινωνίας που θα ενδυναμώσει τελικά την σχέση με το παιδί μας.
Είναι αλήθεια πως στην διάρκεια της ζωής μας μαθαίνουμε συγκεκριμένους τρόπους επικοινωνίας των αναγκών μας αλλά και απόκρισης στις ανάγκες των άλλων. Αυτούς τους τρόπους, σχεδόν ασυνείδητα και αυτόματα χρησιμοποιούμε στη σχέση μας με τα παιδιά μας, όταν για παράδειγμα το παιδί μας είναι στενοχωρημένο και βιώνει ένα πρόβλημα, ή ακόμη όταν προσπαθεί να μας επικοινωνήσει ένα συναίσθημά του.
Όταν τα παιδιά μας βιώνουν ένα πρόβλημα, η αυτόματη τάση μας είναι να βγάλουμε συμπεράσματα και να δώσουμε λύσεις. Έτσι, συχνά (1) δίνουμε οδηγίες και εντολές στο παιδί μας για το τι πρέπει να κάνει, (2) το προειδοποιούμε για πιθανές συνέπειες στην ζωή του, (3) ηθικολογούμε και κάνουμε κήρυγμα όπως αγαπάνε να λένε τα παιδιά μας, (4) δίνουμε συμβουλές και έτοιμες λύσεις, (5) κρίνουμε με αυστηρότητα το παιδί μας (7) βάζουμε ταμπέλες σε εκείνο, χαρακτηρίζοντάς το ή (8) βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα αναφορικά με το τι έχει συμβεί, και (9) κάνουμε ένα σωρό ερωτήσεις κάνοντάς το να αισθάνεται πως βρίσκεται σε ανάκριση.
Όταν για παράδειγμα το έφηβο παιδί μας μας πει πως τσακώθηκε με τον καλύτερο του φίλο και η δική μας απόκριση είναι « Πάρτον τηλέφωνο να τα βρείτε» δίνοντας μια οδηγία, ή «Αν στεναχωριέσαι έτσι όποτε μαλώνεις με φίλους, κάηκες!» προειδοποιώντας το, ή «οι φίλοι είναι ιεροί!» ηθικολογώντας , ή «Εσύ φταις που είσαι κολιτσίδα» βάζοντας ταμπέλες και βγάζοντας βιαστικά συμπεράσματα, ή ακόμη όταν κάνουμε απανωτές ερωτήσεις για να συλλέξουμε στοιχεία, βάζουμε τα παραπάνω εμπόδια επικοινωνίας και μπλοκάρουμε την ανοιχτή επικοινωνία με το παιδί μας, δείχνοντας έλλειψη ευαισθησίας στο να καταλάβουμε τι πραγματικά του συμβαίνει, θάβοντας το συναίσθημά του, δημιουργώντας θυμό, ένταση, απελπισία σε εκείνο που νιώθει πως «κανείς δεν το καταλαβαίνει». Είναι άλλωστε συχνό φαινόμενο στην θεραπευτική μου δουλειά με εφήβους να ακούω πως οι γονείς «δεν με ακούνε», «λένε πάντα τα δικά τους», «βάζουν την γνωστή κασέτα».
Οι γονείς συχνά ξεχνάμε το πιο σημαντικό εργαλείο της επικοινωνίας, πάνω στην βιασύνη μας να λύσουμε το πρόβλημα του παιδιού μας και να το βγάλουμε από την δυσκολία που ενδεχομένως βιώνει. Ξεχνάμε να το ακούσουμε ενεργητικά, με αμέριστη προσοχή, με ενσυναίσθηση, συγκεντρωμένοι σε αυτό που του συμβαίνει. Η αποτελεσματική επικοινωνία με το παιδί μας, και όχι μόνο, εμπεριέχει την ενεργητική ακρόαση, την διαδικασία αυτή κατά την οποία συγκεντρωνόμαστε απόλυτα σε όσα το παιδί μας προσπαθεί να μας επικοινωνήσει, κάνοντας ερωτήσεις διευκρινιστικές αν χρειαστεί και όχι ερωτήσεις από περιέργεια, βάζοντας στην άκρη δικές μας σκέψεις και συναισθήματα, επιτρέποντας στο παιδί μας να μας οδηγήσει στο βαθύτερο συναίσθημα και πρόβλημα που βιώνει. Άλλωστε αξίζει να θυμόμαστε πως ο ρόλος του γονιού δεν είναι να δίνει τις εύκολες και γρήγορες λύσεις αλλά να είναι συναισθηματικά διαθέσιμος και παρών, συνοδοιπόρος του παιδιού του, βοηθός στο να χτίσει τις δικές του διαδικασίες λήψης αποφάσεων, πρότυπο μέσω της συμπεριφοράς του, μιας και έτσι θα βοηθήσει το παιδί του να εξελιχθεί σε έναν αυτάρκη ενήλικα με αυτοπεποίθηση και πίστη στον εαυτό του και στην ικανότητά του να λαμβάνει αποφάσεις και να βρίσκει λύσεις στα προβλήματά του.